Από τον Dan Beucke
Όσο οι εκλογές στις ΗΠΑ πλησιάζουν και «θερμαίνεται» η συζήτηση για τη φορολόγηση του πλούτου, δεν βρίσκεις εύκολα αμερικανική επιχείρηση που να μη διαμαρτύρεται πως η αύξηση της εταιρικής φορολογίας θα ήταν μια ψήφος κατά της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Όπως φαίνεται στο διπλανό διάγραμμα του Bloomberg, η εταιρική κερδοφορία έχει ήδη -από πέρυσι- ανακάμψει από την ύφεση, δεν φαίνεται ωστόσο να συμβαίνει το ίδιο με τις πληρωμές των φόρων. Δύο λόγοι εξηγούν το φαινόμενο αυτό: 1) Πριν από τρία έτη, θεσπίστηκαν φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ προκειμένου να αποσβέσουν δαπάνες για εργοστάσια και εξοπλισμό. Το συγκεκριμένο μέτρο των φοροελαφρύνσεων αναμένεται να λήξει το ερχόμενο έτος 2) Το μεγαλύτερο μέρος της μετά-ύφεσης ανάπτυξης λαμβάνει χώρα σε μέρη όπως η Ινδία και η Κίνα, όπου οι πολυεθνικές προστατεύουν τα κέρδη τους από την αμερικανική φορολογία έως ότου αυτά επαναπατριστούν.
Τα στελέχη των επιχειρήσεων ομολογούν πως χωρίς περαιτέρω φορολογικές περικοπές, η επενδυτική δραστηριότητα θα περιέλθει σε τέλμα και τα κέρδη στο εξωτερικό θα παραμείνουν εκεί που είναι. Οι κριτικοί της άποψης αυτής θεωρούν τη μείωση των καταβληθέντων φόρων ως ένδειξη πως οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί –και εκτιμούν πως η αύξηση των φορολογικών περικοπών θα καταφέρει μόνο να επιδεινώσει την κατάσταση.
|
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
ΗΠΑ: Το παράδοξο των πληρωμών φόρων
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011
Το carry trade και οι επιρροές του στα νομίσματα στις μέρες μας
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" 28.10.11
Το carry trade είναι μια διαδεδομένη στρατηγική που εφαρμόζεται στην αγορά συναλλάγματος. Η στρατηγική επιτρέπει στον trader να δανείζεται ένα νόμισμα το οποίο έχει πολύ χαμηλό επιτόκιο και να αγοράζει ένα άλλο νόμισμα το οποίο έχει υψηλότερο επιτόκιο. Ο στόχος φυσικά είναι το κέρδος και στη περίπτωση αυτή μιλάμε για κέρδος από τη διαφορά των επιτοκίων.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 και ο νομισματικός πόλεμος που ακολούθησε, αχρήστευσαν αυτή τη στρατηγική. Το carry trade εφαρμόζεται όταν οι αγορές δεν παρουσιάζουν τεράστια αβεβαιότητα και υψηλές διακυμάνσεις. Με λίγα λόγια το carry trade ευδοκιμεί όταν υπάρχει οικονομική σταθερότητα και πρόοδος.
Για πολλά χρόνια το νόμισμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για τη συγκεκριμένη στρατηγική ήταντο γεν. Τα παραδοσιακά χαμηλά επιτόκια, στη πραγματικότητα μηδενικά, που διατηρούσε η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας βοήθησαν στην ανάπτυξη αυτής της στρατηγικής. Ένας trader, λοιπόν, μπορούσε να δανεισθεί (πουλήσει) το γεν με ελάχιστο κόστος και να αγοράσει ένα άλλο νόμισμα το οποίο χρέωνε υψηλό επιτόκιο για να το έχεις στη κατοχή σου. Τέτοια νομίσματα ήταν η στερλίνα, το δολάριο Αυστραλίας και το δολάριο Νέας Ζηλανδίας. Σιγά σιγά όμως, στο παιχνίδι μπήκαν και τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών (όσα ήταν ελεύθερα διαπραγματεύσιμα).
Οι αναπτυγμένες οικονομίες αντιμετώπιζαν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξαναν συνεχώς τα επιτόκια για να προφυλάξουν τις οικονομίες τους από τη δημιουργία διαφόρων υπερεκτιμημένων καταστάσεων. Από την άλλη οι αναδυόμενες οικονομίες είχαν υψηλό πληθωρισμό και για να τον αντιμετωπίσουν είχαν υπερβολικά υψηλά επιτόκια.
Η παραπάνω διαδικασία έχει να κάνει με πραγματική ροή χρημάτων και αυτό συντελεί στη δημιουργία του δεύτερου παράγοντα από τον οποίο μπορεί κανείς να αποκομίσει κέρδη εφαρμόζοντας αυτή τη στρατηγική. Από την ίδια την άνοδο του νομίσματος. Τα κεφάλαια τείνουν να τοποθετούνται στις χώρες με τα υψηλότερα επιτόκια. Επίσης, μια χώρα που αναγκάζεται να έχει υψηλά επιτόκια για να αποτρέψει τις πληθωριστικές πιέσεις σημαίνει ότι σημειώνει και υψηλή ανάπτυξη. Άρα όλα αυτά κάνουν το νόμισμα ελκυστικό και όσο τα κεφάλαια εισρέουν τόσο το νόμισμα ενισχύεται, αποφέροντας κέρδη, αλλά αυτή τη φορά από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τρέχουσας τιμής.
Η σταθερή πολιτική υποτίμησης του δολαρίου και τα χαμηλά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναντο δολάριο το δεύτερο νόμισμα το οποίο μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει τη παραπάνω στρατηγική. Επίσης τα χαμηλά επιτόκια και η σταθερά ανοδική πορεία της ελβετικής οικονομίας έκαναν πολλούς να χρησιμοποιούν και το φράγκο.
Αυτά τα τρία νομίσματα είναι όμως και τα λεγόμενα ασφαλή καταφύγια και εδώ είναι ένα μέρος του προβλήματος. Η παγκόσμια οικονομική πρόοδος είχε ελαχιστοποιήσει το λόγο του να θέλει κάποιος να κρατά ένα ασφαλές νόμισμα. Έτσι το γεν, το δολάριο και το φράγκο είχαν φθάσει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Η κρίση του 2008 όμως αποτέλεσε το τέλος αυτής της στρατηγικής. Η τεράστια αύξηση της μεταβλητότητας ήταν μόνο η αρχή, αφού αμέσως ακολούθησε η δραματική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι οι επενδυτές άρχισαν να επιστρέφουν τα νομίσματα τα οποία είχαν δανεισθεί, προκαλώντας την εκρηκτική άνοδό τους. Αργότερα η κρίση χρέους έστρεψε τους πάντες στο φράγκο και στο γεν τα οποία βρέθηκαν σημαντικά ενισχυμένα. Το γεν παραμένει και σήμερα εξαιρετικά ισχυρό την ώρα που το φράγκο χειραγωγείται προκειμένου να σταματήσει η άνοδός του.
Γιατί όμως δε γίνεται carry trade και στις μέρες μας; Και τώρα υπάρχουν διαφοροποιήσεις στα επιτόκια. Ο λόγος είναι ότι το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον είναι αρνητικό. Το γεν και το φράγκο προσελκύουν κεφάλαια άρα δεν υπάρχει χώρος για την εφαρμογή της στρατηγικής. Από την άλλη η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και το να ποντάρεις σε επιτοκιακές διαφορές είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι οικονομίες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας όπου οι προσδοκίες για αύξηση επιτοκίων κατέρρευσαν μετά την επιδείνωση της κρίσης χρέους, συμπαρασύροντας και τα αντίστοιχα νομίσματα. Επομένως, το ρίσκο εφαρμογής carry trade είναι υπερβολικά υψηλό.
Τι θα δούμε στο μέλλον. Όταν η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να ξεπερνά τις συμπληγάδες της τρέχουσας ύφεσης, η ομαλότητα θα επιστρέψει και οι επιτοκιακές διαφορές θα αρχίσουν να μεγαλώνουν. Όμως, πλέον, οι ευκαιρίες δεν θα αφορούν μόνο στα γνωστά νομίσματα, όπως, για παράδειγμα, τα αυστραλιανό δολάριο. Οι αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία θα γίνουν ελκυστικές και τα νομίσματά τους θα σημειώσουν κατακόρυφη άνοδο. Επίσης υπάρχουν και οι νέες αναδυόμενες οικονομίες όπως αυτές τις Σιγκαπούρης, της Ταϋλάνδης και της Μαλαισίας.
Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011
ΗΠΑ: Σενάρια στάσης πληρωμών
Του Κώστα Ράπτη
Με δεδομένο το αδιέξοδο το οποίο επικρατεί στη Ουάσιγκτον ως προς την αύξηση του νομίμου ορίου του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, το ενδεχόμενο μιας μερικής στάσης πληρωμών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε 3 εβδομάδες φαντάζει όλο και πιο πιθανό – μόνο και μόνο διότι η επίτευξη συναίνεσης ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και την ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς πλέον Βουλή των Αντιπροσώπων φάνταζε τόσο αναπόφευκτη στο «τέλος του δρόμου», ώστε το πολιτικό παιχνίδι να εκτροχιασθεί. Ο πρόεδρος Ομπάμα πρότεινε ένα σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης ύψους 4 τρις. σε βάθος δεκαετίας, οι οποίες θα προέρχονται κατά 83% από μειώσεις δαπανών και κατά 17% από αύξηση των φορολογικών εσόδων με την κατάργηση φοροαπαλλαγών και όχι με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Η πλευρά των Ρεπουμπλικανών το απέρριψε, δηλώνοντας ότι η πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση θα πλήξει την οικονομία – μολονότι υψώνουν τη σημαία των δραστικών περικοπών σε καιρό ύφεσης… Σύμφωνα με νεώτερες πληροφορίες, ο Λευκός Οίκος προσανατολίζεται στη χρήση υπερεξουσιών που στηρίζονται σε συνταγματικά «παραθυράκια» ώστε να παρακάμψει το Κογκρέσσο, ενώ το συμβιβαστικό σχέδιο του γερουσιαστή Mitch McConnell σώζει τα προσχήματα με μια διαδικασία που πρακτικά θα επιτρέπει ανά τρίμηνο στους Ρεπουμπλικανούς να καταψηφίζουν ανά τρίμηνο το προεδρικό αίτημα αύξησης του ορίου χρέους, χωρίς στην πραγματικότητα να το παρεμποδίζουν… Υπενθυμίζεται ότι το νόμιμο όριο χρέους καθιερώθηκε το 1917, με την είσοδο των ΠΑ στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και αποτελούσε το αντάλλαγμα του προέδρου Wilson προς το Κογκρέσο ώστε να εγκρίνει τις πολεμικές πιστώσεις. Μετά από αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις (συνήθως προς τα πάνω) διαμορφώνεται στην παρούσα φάση στα 14,3 τρις δολάρια – όριο το οποίο συμπληρώθηκε τον περασμένο Μάιο. Η κορύφωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ ήλθε την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (120%). Έκτοτε η πορεία του χρέους υπήρξε σταθερά πτωτική για να φθάσει λίγο πάνω από το ένα τρίτο του ΑΕΠ στο τέλος της προεδρικής θητείας του Jimmy Carter. Τα χρέος εκτοξεύθηκε επί των ημερών των Ronald Reagan και George Bush του πρεσβύτερου, κορυφώθηκε στην πρώτη τετραετία Clinton (70%) για να υποχωρήσει κατά τη δεύτερη τετραετία στο 60%. Από τις μέρες του George Bush του νεώτερου και μετά πήρε και πάλι την ανιούσα και πλέον πλησιάζει το 100%. Οι πολεμικές περιπέτειες σε Ιράκ και Αφγανιστάν, η αχαλίνωτη αύξηση του κόστους περίθαλψης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, οι φοροαπαλλαγές στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια και εντέλει η ύφεση (που συρρίκνωσε το ΑΕΠ, αύξησε τις μεταβιβαστικές πληρωμές και κατέστησε υποχρεωτικά τεράστια πακέτα διάσωσης) υπήρξαν η αιτία της διόγκωσης του χρέους. Εκτιμάται ότι μετά τις 2 Αυγούστου το αμερικανικό δημόσιο θα χρειασθεί να καταφύγει σε νέο δανεισμό για να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα του μηνός Αυγούστου υπολογίζονται σε 172 δις. δολάρια, ήτοι 55% των δαπανών που θα ανέλθουν σε 307 δις. Εάν δεν υπάρξει πολιτική συμφωνία ως προς την αύξηση του νομίμου ορίου του χρέους, οι «έχοντες λαμβάνειν» από το αμερικανικό δημόσιο θα… πρέπει να μπουν στην ουρά: προτεραιότητα θα δοθεί αναγκαστικά στα τοκοχρεολύσια του υφιστάμενου χρέους (50 δισ.), στις συντάξεις (50 δισ.), το πρόγραμμα Medicare (50 δις.) τις οφειλές έναντι στρατιωτικών προμηθευτών (32 δισ.), τα επιδόματα ανεργίας (13 δισ.), τις πληρωμές των ένστολων (3 δις.), χωρίς να υπολείπονται κονδύλια για τις πληρωμές των πολιτικών υπαλλήλων, τη συντήρηση των υποδομών, άλλα κοινωνικά προγράμματα κ.ο.κ. Άγνωστη παραμένει η νομική βάση με την οποία θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι επιλογές του ποιος θα πληρωθεί και ποιος όχι. Οι αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν πολύ σύντομα, καθώς μόλις στις 4 Αυγούστου λήγουν τίτλοι του δημοσίου, ύψους 100 δις. οι οποίοι θα πρέπει να ματοκυλισθούν – πράγμα αυτονόητο εκτός και αν στις αγορές έχει επικρατήσει χάος. Ούτως ή άλλως η αμφισβήτηση της ικανότητας του αμερικανικού Δημοσίου να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του αναμένεται να μεγαλώσει το κόστος δανεισμού – όχι μόνο για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αλλά και για τον ιδιωτικό τομέα. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό οι επιπτώσεις να γίνουν περισσότερο αισθητές π.χ. στην Wall Street παρά στα ομόλογα του Δημοσίου, τα οποία ενδέχεται σε συνθήκες αναστάτωσης να προσελκύσουν και πάλι κεφάλαια ως ασφαλές καταφύγιο. |
Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011
Είναι σε "φόρμα" τα μερίσματα των ΗΠΑ
Από τον Howard Silverblatt
Ένα καλό πρώτο εξάμηνο γνώρισαν οι επενδυτές μερισμάτων στις ΗΠΑ. Στο β’ τρίμηνο οι πληρωμές μερισμάτων των κοινών μετοχών που είναι εισηγμένες στο αμερικανικό χρηματιστήριο ενισχύθηκαν κατά 11,2 δισ. δολάρια, σε σύγκριση με αύξηση 19 δισ. δολαρίων του α’ τριμήνου. Η επιβράδυνση αυτή ωστόσο οφείλεται περισσότερο σε ένα σπουδαίο πρώτο τρίμηνο παρά σε ένα απογοητευτικό δεύτερο τρίμηνο.
Σε επίπεδο εξαμήνου, η αύξηση των μερισμάτων κατά 30,2 δισ. δολάρια, ξεπερνά ήδη την αύξηση που καταγράφηκε στο σύνολο του προηγούμενου έτους (26,5 δισ. δολάρια).
Το καθαρό αποτέλεσμα είναι πως αν ο Αμερικανός δει το μέρισμα σαν μισθό, τότε πήρε αύξηση 4,1% στο δεύτερο τρίμηνο και συνολική αύξηση 11,1% στο πρώτο εξάμηνο του 2011 (4,1% για το Q2 και 6,7% για το Q1).
Αυξημένη κατά 4,1% εμφανίζεται στο β’ τρίμηνο η αξία των μερισμάτων και για τους επενδυτές των μετοχών του δείκτη S&P 500, οι οποίοι όμως «πήραν» μεγαλύτερη αύξηση στο πρώτο τρίμηνο (7,4%), για να κλείσουν το εξάμηνο με συνολική αύξηση 11,5%.
Το ποσοστό μειώσεων μερισμάτων συνέχισε να συρρικνώνεται καθώς μόνο 21 επιχειρήσεις προχώρησαν σε μείωση μερίσματος στο β’ τρίμηνο, έναντι 30 του πρώτου τριμήνου (έναντι 34 του Q2 του 2010 και 250 του Q2 του 2009).
Αλλά και οι περιπτώσεις αύξησης μερίσματος ήταν λιγότερες στο β΄ τρίμηνο του 2011 και συγκεκριμένα 444, σε σχέση με το πολύ θετικό μέγεθος των 510 περιπτώσεων στο πρώτο τρίμηνο (και σε σχέση με τις 335 αυξήσεις στο Q2 του 2010 και τις 233 στο Q2 του 2009)
Οι αυξήσεις των μερισμάτων, σε συνδυασμό με μια μικρή μείωση των τιμών των μετοχών στο β’ τρίμηνο ώθησαν τη μέση μερισματική απόδοση, για τις κοινές μετοχές, στο 2,51% σύμφωνα με στοιχεία της 30ης Ιουνίου του 2011, σε σύγκριση με 2,39% στις 31/3/2011. Συνολικά, ήταν ένα πολύ καλό Q2 με λίγες μειώσεις, αλλά όχι τόσο καλό, όσο το σπουδαίο Q1.
Κοιτώντας μπροστά, αναμένονται περισσότερες αυξήσεις μερισμάτων σε όλους τους κλάδους και λίγες μειώσεις, σε ευθυγράμμιση με το δεύτερο τρίμηνο. Οι επενδυτές δείχνουν να επιστρέφουν στη λογική των συνολικών αποδόσεων και παραδοσιακά τα μερίσματα είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά. Υπάρχει μια ανησυχία μήπως οι επενδυτές στραφούν στις επαναγορές μετοχών, με τις εταιρείες να αντιδρούν με περισσότερες επαναγορές, όπως έκαναν την περίοδο 2006/7, κάτι που θα επηρέαζε τα μερίσματα. Επίσης, αν η οικονομία συνεχίσει να βελτιώνεται, και τα χαρτοφυλάκια του στεγαστικού και εμπορικού real estate δεν επιδεινωθούν, δεν αποκλείεται να δούμε ένα δεύτερο γύρο αυξήσεων μερισμάτων από τις εκπροσώπους του χρηματοπιστωτικού κλάδου, αργότερα μέσα στο έτος.
Σάββατο 11 Ιουνίου 2011
ΗΠΑ: Η στήριξη της αυτοαπασχόλησης τόνωση για την οικονομία
Του Richard Greenwald
Η ιδρυθείσα προς διετίας συμβουλευτική εταιρεία μάρκετινγκ της Noelle Stary φέτος θα έχει έσοδα σχεδόν $100.000, όμως εκείνη ανησυχεί για την επιβίωσή της. Η Stary μοιράζεται με άλλους ένα γραφείο στο κεντρικό New Jersey και αντιμετωπίζει τις συνήθεις δυσκολίες κάθε νέας επιχείρησης, όπως είναι οι «σφιχτοχέρηδες» τραπεζίτες και οι πελάτες που καθυστερούν να πληρώσουν. Ωστόσο, μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει πλεονεκτήματα όπως τα φορολογικά κίνητρα ή η εργατική νομοθεσία που ευνοούν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. «Κάθε βήμα στην πορεία προς την ανάπτυξη είναι σχεδόν πάντα πιο περίπλοκο από το προηγούμενο», λέει η 29χρονη Stary, πρώην μάνατζερ σε μια μικρή διαφημιστική εταιρεία στο Μανχάταν. Η Stary είναι μια από τους περισσότερους από 40 εκατ. αυτοαπασχολούμενους -το 31% του αμερικανικού εργατικού δυναμικού, οι οποίοι αποτελούν ένα ολοένα και πιο σημαντικό κομμάτι της οικονομίας. Η Μεγάλη Ύφεση επιταχύνει την τάση αυτή για αυτοαπασχόληση. Το Δεκέμβριο μια έρευνα της Αμερικανικής Ένωσης Στελέχωσης ανάμεσα σε 10.000 εργοδότες έδειξε ότι τον τελευταίο χρόνο ο αριθμός των προσωρινά απασχολούμενων εργαζόμενων που διατίθενται σε εταιρείες από γραφεία εργασίας όπως τα Manpower (MAN) και Kelly Services (KELYA) αυξήθηκε κατά 19%. Έως το 2019, οι αυτοαπασχολούμενοι θα αποτελούν το 40% του συνόλου των Αμερικανών εργαζομένων, σύμφωνα με το Αμερικανικό Γραφείο Στατιστικής της Εργασίας. Παρά την αυξανόμενη σημασία των ελεύθερων επαγγελματιών για την οικονομία, η εργασία τους δυσχεραίνεται από το φορολογικό και τον εργατικό κώδικα. Το αμερικανικό σύστημα παροχών βάσει απασχόλησης χρονολογείται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το πάγωμα των μισθών εμπόδιζε τις μεγάλες εταιρείες να προσελκύσουν υψηλής ποιότητας εργατικό δυναμικό. Για να κρατήσουν τους εργάτες, ιδιαίτερα όσους είχαν εξειδίκευση, εταιρείες όπως η General Motors (GM) και η U.S. Steel (X) ξεκίνησαν να επιδοτούν προγράμματα υγειονομικής κάλυψης, συνταξιοδότησης και αδειών. Μετά τον πόλεμο η στρατηγική αυτή διευρύνθηκε, καθώς τα συνδικάτα «κλείδωναν» τις παροχές με τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις εργασίας. Το σύστημα αυτό ωφέλησε τους Αμερικανούς εργαζόμενους έως τη δεκαετία του 1980, όταν η παγκοσμιοποίηση άρχισε να φθίνει την εξάρτηση των μεγάλων εργοδοτών από το εγχώριο προσωπικό πλήρους απασχόλησης. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες επωμίζονται όλους τους κινδύνους Σήμερα το γρήγορα αναπτυσσόμενο δυναμικό των ελεύθερων επαγγελματιών επωμίζεται δαπάνες και κινδύνους που μέχρι πρότινος βάρυναν τις εταιρείες. Οι αυτοαπασχολούμενοι δεν μπορούν να κάνουν ασφάλιση ανεργίας ή να λάβουν αποζημίωση σε περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος. Εκτός αυτού, οι περισσότεροι ομοσπονδιακοί ή πολιτειακοί εργατικοί νόμοι δεν τους καλύπτουν. Κατά συνέπεια, όταν θέλουν να διεκδικήσουν οφειλόμενες πληρωμές, δεν έχουν πολλά περιθώρια πέρα από το να προσφύγουν στα δικαστήρια μικροδιαφορών, ξοδεύοντας έτσι πολύτιμο χρόνο και χρήμα. Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι φορολογούνται ως εργοδότες μεσαίων επιχειρήσεων, στην περίπτωσή τους δεν εκπίπτουν τα ασφάλιστρα υγειονομικής κάλυψης αλλά και άλλες δαπάνες, όπως συμβαίνει στις μεγάλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τη Φορολογική Υπηρεσία των ΗΠΑ, οι σύμβουλοι κερδίζουν κατά μέσο όρο περίπου 30% λιγότερα σε σχέση με τους συναδέλφους τους που εργάζονται σε εταιρείες, όμως πληρώνουν και τις εργοδοτικές και τις εργατικές εισφορές για την Κοινωνική και την Ιατρική Ασφάλιση (Medicare), οι οποίες συνολικά ανέρχονται στο 15% του εισοδήματός τους. Περίπου τα τρία τέταρτα των αυτοαπασχολούμενων Αμερικανών εργάζονται σε πόλεις που φορολογούν τις επιχειρήσεις μη ανώνυμης εταιρικής μορφής με κατά μέσο όρο 4% επί των κερδών τους. Η υγειονομική κάλυψη ίσως να αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο. Για χρόνια οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούσαν να ανταπεξέρθουν στα υψηλά ασφάλιστρα. Σήμερα, παρά τις υποσχέσεις του, ο νόμος για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας δεν έχει βελτιώσει την πρόσβαση στην πρόνοια για όλους τους Αμερικανούς. Για εκατομμύρια ανθρώπους σαν την Stary,η οποία λέει ότι το σχέδιό της για την υγειονομική κάλυψη είναι «να ελπίζει να μην αρρωστήσει», η μόνη επιλογή είναι το άνοιγμα ενός αποταμιευτικού λογαριασμού υγείας. Όμως αυτό δεν βοηθάει και πολύ εάν το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης υπερβαίνει το ανώτατο όριο κάλυψης του νέου νόμου, που είναι $6.000 για μεμονωμένα άτομα ή $11.000 για οικογένειες. Η Stary, όπως οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες, εξακολουθεί να μην έχει τα μέσα να αποκτήσει ασφάλιση υγείας. Ευνοϊκότερη φορολόγηση για τους ελεύθερους επαγγελματίες Υπάρχουν αρκετά μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Καταρχάς, το Κογκρέσο πρέπει να θέσει εκ νέου σε εφαρμογή το Νόμο του 2010 για τις θέσεις εργασίας στις μικρές επιχειρήσεις. Στα πλαίσια του νόμου αυτού, ο οποίος έπαψε να ισχύει από το τέλος του προηγούμενου έτους, τα ασφάλιστρα υγειονομικής κάλυψης των ελεύθερων επαγγελματιών εξέπιπταν πλήρως πριν να υπολογιστούν οι φόροι της Κοινωνικής και Ιατρικής Ασφάλισης (Medicare). Επιπλέον, η ομοσπονδιακή εργατική νομοθεσία πρέπει να τροποποιηθεί έτσι ώστε να καλύπτει τις μη πληρωμές προς τους συμβούλους, οι οποίοι τότε θα μπορούσαν να προσφύγουν στο Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, αντί να πρέπει να καταθέσουν μήνυση στο δικαστήριο μικροδιαφορών. Κάτι τέτοιο θα εξίσωνε τους όρους του παιχνιδιού, μεταφέροντας το βάρος της απόδειξης από τον ελεύθερο επαγγελματία στην εταιρεία που κατηγορείται για μη καταβολή οφειλών. Επιπλέον, καλό θα ήταν να ενθαρρύνουμε τις πόλεις να αναθεωρήσουν τη φορολόγηση των επιχειρήσεων μη ανώνυμης εταιρικής μορφής, τουλάχιστον για το πρώτο χρονικό διάστημα. Η Noelle Stary και εκατομμύρια άλλοι αυτοαπασχολούμενοι δεν θα έπρεπε να αγωνίζονται τόσο σκληρά στη νέα οικονομία. Σήμερα αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, κάτι που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί και τις ερχόμενες δεκαετίες. Η στήριξή τους θα τονώσει την οικονομία και θα διευκολύνει την ανάκαμψη, ενώ παράλληλα μπορεί να αναπτυχθούν σε υγιείς μικρούς εργοδότες, δημιουργώντας έτσι περισσότερες θέσεις εργασίας. Ο Richard Greenwald είναι κοσμήτορας και καθηγητής ιστορίας και κοινωνικών επιστημών στο St. Joseph΄s College, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το επόμενο βιβλίο του τιτλοφορείται The Death of 9-5: Permanent Freelancers, Empty Offices and the New Way America Works (Bloomsbury, 2012). |
Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011
ΗΠΑ: Τρόποι χειρισμού του κόστους των επιχειρήσεων
Της Monica Mehta
Είτε χτίζεις, είτε μαγειρεύεις, είτε μεταφέρεις, είτε εισάγεις, οι πιθανότητες λένε πως το κόστος της επιχείρησής σου αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Ακόμη και οι επιχειρηματίες του διαδικτύου σηκώνουν το βάρος του ασθενέστερου δολαρίου. "Επεκτείνοντας τη δραστηριότητά μας, ώστε να καλύπτουμε ξενοδοχεία της Ευρώπης, εμείς πληρώνουμε σε ευρώ και λίρες, αλλά τα κέρδη μας είναι σε δολάρια», λέει η Elie Seidman, διευθύνουσα σύμβουλος της Oyster.com, ιστοσελίδας αναζήτησης και κρατήσεων δωματίων ξενοδοχείων. Ενώ οι τιμές των εμπορευμάτων αυξάνονται κατά διψήφιο ποσοστό και το δολάριο υποχωρεί, οι ιδιοκτήτες των αμερικανικών επιχειρήσεων όλων των κλάδων πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα. Η μετακύλιση του υψηλότερου κόστους στους καταναλωτές με τις «σφιχτές τσέπες» λόγω της Μεγάλης Ύφεσης είναι δύσκολη υπόθεση. Με την τιμή του φυσικού αερίου γύρω στα 4 δολάρια ανά γαλόνι, που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 25% από το 2010, όσο περισσότερα ξοδεύουν οι καταναλωτές εκεί, τόσο λιγότερα διαθέτουν για είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης. «Η ζήτηση των καταναλωτών είναι ελαστική στη μεταβολή των τιμών, γιατί έτσι αναγκάστηκαν να συμπεριφέρονται τα τελευταία χρόνια», σχολιάζει η Lisa Mayock, συν-ιδρυτής της εταιρείας γυναικείας μόδας Vena Cava στη Νέα Υόρκη. «Δεν μπορούμε να αυξάνουμε τις τιμές και να περιμένουμε απλά ο πελάτης να το δεχτεί." Αναζητάτε ιδέες για την προστασία των περιθωρίων κέρδους στη δική σας επιχείρηση; Ακολουθούν πέντε στρατηγικές που εφαρμόστηκαν με επιτυχία από αμερικανικές επιχειρήσεις από όλη τη χώρα. 1. Χρησιμοποιείστε φιλικές τιμές γνωριμίας. Εάν δεν μπορείτε να αποφύγετε την αύξηση των τιμών, αμβλύνετε τις επιπτώσεις, με την εισαγωγή νέων, φθηνών προϊόντων. Τον Ιούλιο του 2009, η Mayock και η συνιδρυτής Sophie Buhai παρουσίασαν υπό το brand Viva Vena Cava, μια νέα γραμμή φορεμάτων από υφάσματα χαμηλότερου κόστους, συμπεριλαμβανομένου του jersey, τα οποία συνδύασαν με πιο απλά στυλ ντυσίματος. "Διατηρώντας ένα εύρος τιμών εξασφαλίζεις ότι δεν θα αποκλείσεις κανέναν πελάτη από τα προϊόντα σου», λέει η Mayock. Οι πωλήσεις της εταιρείας αναρριχήθηκαν 10% μετά την εισαγωγή της νέας σειράς ρούχων. 2. Αλλάξτε τον τόπο παραγωγής. Περιορίστε τον αντίκτυπο από το αυξανόμενο κόστος μεταφοράς, μεταφέροντας την παραγωγή πιο κοντά στους πελάτες. Η SOL, κατασκευάστρια φωτιστικών με ηλιακή ενέργεια, εισάγει τα εξαρτήματά της από την Κίνα για να κατασκευάσει φωτιστικά στη Φλόριντα –και να μεταφέρει τα μισά από αυτά σε πελάτες του εξωτερικού. Προκειμένου να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από την άνοδο των τιμών χαλκού και τις ανατιμήσεις καυσίμων, η εταιρεία βρίσκεται στη διαδικασία δημιουργίας μονάδων παραγωγής στην Αφρική και την Κίνα. "Θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να μεταφέρουμε εξαρτήματα από όλο τον κόσμο σε εργοστάσια που βρίσκονται πιο κοντά στους πελάτες μας στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή», λέει ο διευθύνων σύμβουλος Michael Sonnenfeldt. 3. Προσαρμόστε τα προϊόντα σας. Στους κλάδους όπου υπάρχει μικρή ανοχή στις αυξήσεις των τιμών, η τροποποίηση των προσφορών, μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των πελατών. Παρά το γεγονός ότι το κόστος των τροφίμων του αυξήθηκε 20%, το “Kiran΄s”, ένα πολυτελές εστιατόριο του Χιούστον, μείωσε το κόστος των prix-fixe γευμάτων, χωρίς να ελαττώσει το μέγεθος των μερίδων. «Οι εποχικές αλλαγές στο μενού σου παρέχουν την απαιτούμενη ευελιξία για να αποκλείσεις συστατικά με υψηλό κόστος, ενώ η πολύπλευρη εκπαίδευση των εργαζομένων μειώνει τις δαπάνες μισθοδοσίας», λέει ο Kiran Verma, ιδιοκτήτης και σεφ του εστιατορίου. 4. Βεβαιωθείτε ότι το προϊόν σας ξεχωρίζει. Προσφέροντας μοναδικότητα, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, μπορούν να αυξήσουν τις τιμές τους παρά τις πιέσεις. Η μαύρη σοκολάτα και τα φρούτα που προσφέρει η Kopali Organics στο Μαϊάμι προέρχονται από ανεξάρτητους παραγωγούς της Κεντρικής Αμερικής. Η διαφήμιση των αειφόρων μεθόδων καλλιέργειας που χρησιμοποιούν οι αγρότες της, διαφοροποιούν την Kopali και «μονώνουν» την επιχειρηματικής της δραστηριότητα. Τα έσοδα της έχουν αυξηθεί 50% σε σχέση με πέρυσι, λέει η πρόεδρος Jacqueline Holmes. Ομοίως, η Capital Builders & Designers αντιδρά στην αύξηση κατά 10% της τιμής του χάλυβα και του τσιμέντου, πουλώντας σπίτια που είναι εξοπλισμένα με τις λεγόμενες έξυπνες τεχνολογίες. H Nina Magon, πρόεδρος της κατασκευαστικής εταιρείας του Χιούστον, λέει ότι αγνοούσε τα τεχνολογικά τρικ όταν οι εποχές ήταν καλύτερες, αλλά σήμερα στοιχηματίζει πως είναι αυτά που θα ξεχωρίσουν τα σπίτια της. 5. Πουλήστε στο εξωτερικό. Το πτωτικό δολάριο καθιστά τα αγαθά των ΗΠΑ πιο ελκυστικά στο εξωτερικό. Κάντε hedging έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου μέσω της αναζήτησης περισσότερων πελατών στις αγορές του εξωτερικού. Με τους προϋπολογισμούς στον κλάδο του broadcasting να είναι ιδιαίτερα σφιχτοί στις ΗΠΑ τους τελευταίους 24 μήνες, η Weather Central, δημιουργός γραφικών και πάροχος προβλέψεων για τα δελτία καιρού στην τηλεόραση, βελτίωσε σημαντικά τα μεγέθη της πουλώντας τις υπηρεσίες της στο εξωτερικός -ιδίως στην Κίνα, όπου οι προϋπολογισμοί της τεχνολογίας για τα δελτία καιρού αυξάνονται συνεχώς, λέει ο Bill Baker, πρόεδρος της εταιρείας. Η Monica Mehta είναι managing principal της επενδυτικής Seventh Capital στη Νέα Υόρκη. Έχει παράσχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις τα τελευταία 15 χρόνια. |
Τρίτη 24 Μαΐου 2011
Οι επιπτώσεις μιας ελληνικής χρεοκοπίας
Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία θα βρίσκονταν μπροστά στο κίνδυνο πολλαπλών υποβαθμίσεων που θα οδηγούσαν την αξιολόγηση της χώρας στο επίπεδο junk (σκουπίδια) σε περίπτωση χρεοκοπίας της Ελλάδας, δήλωσε ο Alastair Wilson, επικεφαλής για την περιοχή ΕΜΕΑ, του οίκου αξιολόγησης Moody’s.
Μια ελληνική χρεοκοπία θα ήταν απίστευτα αποσταθεροποιητική και θα είχε επιπτώσεις στη πιστοληπτική ικανότητα των εκδοτών σε ολόκληρη την Ευρώπη, τόνισε ο Wilson.
Αυτό θα οδηγήσει σε εξαιρετικά μεγαλύτερη πόλωση της πιστοληπτικής ικανότητας και της πιστοληπτικής αξιολόγησης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, με τις ισχυρότερες χώρες να διατηρούν πολύ υψηλές αξιολογήσεις και τις ασθενέστερες χώρες να αγωνίζονται να παραμείνουν στην επενδυτική κατηγορία, συμπλήρωσε.
Αμέσως μετά από μια οποιασδήποτε μορφής χρεοκοπία της Ελλάδας, οι αγορές θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην Ιρλανδία και τη Πορτογαλία, δυο ακόμα χώρες που έχουν λάβει βοήθεια διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Δυνητικά η Πορτογαλία και η Ιρλανδία θα μπορούσαν να βρεθούν στη κατηγορία junk, εάν η Ελλάδα πτωχεύσει αφού θα υπάρξουν υποβαθμίσεις πολλαπλών επιπέδων για τις ασθενέστερες χώρες. Όσον αφορά το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία δε βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με την Ιρλανδία και τη Πορτογαλία, αλλά θα μπορούσε να τους ασκηθεί τρομακτική πίεση από τις αγορές και να βρεθούν αντιμέτωπες με υποβαθμίσεις, σύμφωνα με το Wilson.
Η Ισπανία δεν είναι στην ίδια κατάσταση με τη Πορτογαλία αλλά ακόμα και οι ελαφρώς ισχυρότερες χώρες της ευρωζώνης θα βρίσκονταν υπό τη πίεση των αγορών και θα αντιμετώπιζαν το κίνδυνο υψηλότερου κόστους δανεισμού.
Όσον αφορά την πιθανότητα που έχει η Ελλάδα να χρεοκοπήσει, αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.
Πηγή: cnbc.com
Μια ελληνική χρεοκοπία θα ήταν απίστευτα αποσταθεροποιητική και θα είχε επιπτώσεις στη πιστοληπτική ικανότητα των εκδοτών σε ολόκληρη την Ευρώπη, τόνισε ο Wilson.
Αυτό θα οδηγήσει σε εξαιρετικά μεγαλύτερη πόλωση της πιστοληπτικής ικανότητας και της πιστοληπτικής αξιολόγησης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, με τις ισχυρότερες χώρες να διατηρούν πολύ υψηλές αξιολογήσεις και τις ασθενέστερες χώρες να αγωνίζονται να παραμείνουν στην επενδυτική κατηγορία, συμπλήρωσε.
Αμέσως μετά από μια οποιασδήποτε μορφής χρεοκοπία της Ελλάδας, οι αγορές θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην Ιρλανδία και τη Πορτογαλία, δυο ακόμα χώρες που έχουν λάβει βοήθεια διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Δυνητικά η Πορτογαλία και η Ιρλανδία θα μπορούσαν να βρεθούν στη κατηγορία junk, εάν η Ελλάδα πτωχεύσει αφού θα υπάρξουν υποβαθμίσεις πολλαπλών επιπέδων για τις ασθενέστερες χώρες. Όσον αφορά το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία δε βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με την Ιρλανδία και τη Πορτογαλία, αλλά θα μπορούσε να τους ασκηθεί τρομακτική πίεση από τις αγορές και να βρεθούν αντιμέτωπες με υποβαθμίσεις, σύμφωνα με το Wilson.
Η Ισπανία δεν είναι στην ίδια κατάσταση με τη Πορτογαλία αλλά ακόμα και οι ελαφρώς ισχυρότερες χώρες της ευρωζώνης θα βρίσκονταν υπό τη πίεση των αγορών και θα αντιμετώπιζαν το κίνδυνο υψηλότερου κόστους δανεισμού.
Όσον αφορά την πιθανότητα που έχει η Ελλάδα να χρεοκοπήσει, αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο.
Πηγή: cnbc.com
Τετάρτη 18 Μαΐου 2011
Μερίσματα αλά... ασιατικά
Του David Bogoslaw
Το κυνήγι των αποδόσεων οδηγεί τους επενδυτές προς μετοχές που πληρώνουν μέρισμα – και μερικές από τις πιο γενναιόδωρες αποδόσεις εντοπίζονται στην Ασία, όπου οι τιμές των μετοχών είναι από τις φθηνότερες του κόσμου. Ενώ τα περισσότερα διεθνή mutual funds που επενδύουν σε μερίσματα έχουν τις μεγαλύτερες τοποθετήσεις στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, λίγα εξ αυτών έχουν αυξημένη έκθεση στην Ασία. Η κύρια αιτία για αυτό είναι ότι οι Αμερικανοί επενδυτές τείνουν να συσχετίζουν τις ασιατικές εταιρείες με την ταχεία ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι τα κέρδη επανεπενδύονται στις επιχειρήσεις αυτές εις βάρος των μερισμάτων, όπως αντίστοιχα συμβαίνει στις ΗΠΑ με τους τεχνολογικούς κολοσσούς Apple (AAPL) και Google (GOOG). Αλλά αυτή η συμβατική γνώση δεν είναι απόλυτα ακριβής, σύμφωνα με ορισμένους διαχειριστές χαρτοφυλακίων. «Αν κοιτάξετε στο παρελθόν θα δείτε ότι παραδοσιακά η Ασία χαρίζει αποδόσεις κατά 75 έως 100 μονάδες βάσης υψηλότερες από τις ΗΠΑ. Άρα αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο», λέει ο Jesper Madsen, ανώτατο διευθυντικό στελέχος του Matthews Asia Dividend Fund (MAPIX) στο Σαν Φρανσίσκο που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 2,3 δισ. δολαρίων. «Φαίνεται πως η αγορά δεν έχει εκτιμήσει πλήρως το γεγονός ότι η Ασία προσφέρει αποδόσεις που συνοδεύονται ταυτόχρονα από υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς». Είναι λογικό οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος των χωρών της Ασίας και οι ροές κεφαλαίων στην περιοχή να αντανακλώνται στους ρυθμούς ανάπτυξης των μερισμάτων για το σύνολο της περιοχής, λέει ο Madsen. Σε μια μελέτη που εκπονήθηκε το φθινόπωρο του 2010, λέει ο Madsen, διαπιστώθηκε ότι το συνολικό ύψος των μερισμάτων των μετοχών του δείκτη MSCI Asia Pacific αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 16% την περίοδο 2002 - 2009, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης 6% για τον αμερικανικό δείκτη S&P 500. Στοιχεία του Bloomberg για την ίδια περίοδο δείχνουν ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των μερισμάτων ήταν υψηλότερος στην Ασία από ό,τι στις ΗΠΑ ή την Ευρώπη, χωρίς ωστόσο η διαφορά να είναι δραματική. Ανάπτυξη και Απόδοση Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των μερισμάτων του MSCI Asia Pacific Index διαμορφώθηκε στο 7,23%, έναντι 4,85% για τον S&P 500 και 4,83% για τον MSCI EAFE Index, ο οποίος περιλαμβάνει εταιρείες από όλη την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. «Αυτό αντιτίθεται στη βασική αντίληψη των ανθρώπων για τι είναι η επένδυση», λέει ο Madsen. «Έχουν διδαχθεί ότι αν επιθυμείς ανάπτυξη, πρέπει να θυσιάσεις την απόδοση. Αλλά έχουμε δει επιχειρήσεις [στην Ασία] να πετυχαίνουν και τα δύο». Πράγματι, η αξία των μερισμάτων που καταβλήθηκαν από τις 1.022 εταιρείες του δείκτη MSCI Asia Pacific ανήλθε σε περίπου 200 δισ. δολάρια το 2010, αντίστοιχη με αυτή του S&P 500, δηλώνει ο Madsen. Η S&P ανακοίνωσε ότι οι 500 εταιρείες του δείκτη πλήρωσαν συνολικό μέρισμα 205,3 δισ. δολαρίων το περασμένο έτος. «Αυτό καταδεικνύει ότι πρόκειται για μια αγορά που βρίσκεται ήδη εκεί», λέει ο Madsen. «Είναι παρούσα, και διατίθεται προς άντληση κεφαλαίων». Ένα άλλο ψυχολογικό εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσουν οι επενδυτές είναι η πεποίθηση ότι οι ασιατικές επιχειρήσεις φέρουν μεγαλύτερο κίνδυνο, είτε λόγω της χαμηλότερης ρευστότητας συναλλαγών σε σχέση με τις καθιερωμένες εταιρείες της Δύσης, είτε λόγω μιας πιο περιορισμένης διαφάνειας στην εταιρική διακυβέρνηση, ή λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των μετόχων μειοψηφίας. Ο James Weir, διευθυντικό στέλεχος του Guinness Atkinson Asia Pacific Dividend Fund (GAADX), χαρακτηρίζει υπερβολικές αυτές τις ανησυχίες. Οι επενδυτές έχουν μεγαλύτερο λόγο να ανησυχούν για τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων στην Ευρώπη παρά στην Ασία, όπου τα επίπεδα χρέους παρακολουθούνται στενά μετά τη νομισματική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο Weir πιστεύει για παράδειγμα, ότι μία εταιρεία τηλεπικοινωνιών με ισχυρή κεφαλαιοποίηση στη Μαλαισία αποτελεί καλύτερη επιλογή για τους επενδυτές από μία αντίστοιχη εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο επικαλούμενος τη φθηνότερη αποτίμηση της μετοχής, τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης κερδοφορίας, καθώς και τη μεγαλύτερη μερισματική απόδοση, που κυμαίνεται συνήθως σε ποσοστά λίγο πάνω ή κάτω από 10%. Για να είμαστε ωστόσο σίγουροι, οι επενδυτές θα πρέπει να έχουν επίγνωση της επίδρασης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη διακύμανση στα μελλοντικά μερίσματα. Παρόλο που –σε αντίθεση με την Ευρώπη- η Ασία στερείται ενός ενιαίου νομίσματος και που ορισμένα τοπικά νομίσματα, όπως η ρουπία της Ινδονησίας, δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της ασιατικής νομισματικής κρίσης στη δεκαετία του ΄90, οι μεγάλες εισροές κεφαλαίων στις χώρες της Ασίας έχουν ασκήσει πιέσεις ανατίμησης σε πολλά ασιατικά νομίσματα, ενισχύοντας τις συνολικές αποδόσεις για τους επενδυτές, λέει ο Weir, ο οποίος εργάζεται στο Λονδίνο. Οι επενδυτές θα οφείλουν επίσης φόρους για τα ADR που κατέχουν, αλλά αυτοί θα μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω της φορολογικής έκπτωσης αλλοδαπών, όταν υποβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, σύμφωνα με The Little Book of Big Dividends του οικονομικού συμβούλου Charles B. Carlson, συντάκτη του περιοδικού DRIP Investors. Οι επενδυτές θα πρέπει επίσης να προσέχουν τους κινδύνους της πληθωριστικής νομισματικής πολιτικής, η οποία μειώνει την αξία του τοπικού νομίσματος στο οποίο καταβάλλεται το μέρισμα, την επίδραση των μεταβολών στις τιμές των εμπορευμάτων σε χώρες που εξαρτώνται από αυτά αλλά και τους πολιτικούς κινδύνους, προειδοποιεί ο Carlson. Οι ώριμες εταιρείες τηλεπικοινωνιών Ο Dan Peris, διευθυντικό στέλεχος του Federated International Strategic Value Dividend Fund (IVFAX) και συγγραφέας του The Strategic Dividend Investor, ενός βιβλίου που δημοσιεύθηκε το Μάρτιο, παρατηρεί ότι δεν υπάρχουν πολλές εισηγμένες εταιρείες στην Ασία, αρκετά ώριμες για να είναι σε θέση να καταβάλουν ένα μεγάλο ποσοστό των κερδών τους με τη μορφή μερισμάτων. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών αποτελούν φωτεινή εξαίρεση και επισημαίνει ότι οι εταιρείες στη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν έχουν δυνατότητα για μεγαλύτερα μερίσματα χάρις στις ώριμες, καλά οργανωμένες αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται. Ίσως τελικά ο μόνος τρόπος για να γίνουν πιο δεκτικοί οι επενδυτές της Δύσης απέναντι στις ασιατικές μετοχές, είναι να τους βοηθήσει κάποιος να καταλάβουν την πραγματική σημασία της αλλαγής που συντελείται στους μοχλούς της οικονομικής ανάπτυξης, λέει ο David Nadel, διευθυντικό στέλεχος του Royce Global Dividend Value Service Fund (RGVDX), που συστάθηκε το Δεκέμβριο. «Ο μέσος επενδυτής σας βλέπει τις αναδυομένες αγορές και την παγκοσμιοποίηση ως μόδα του μήνα. Εμείς πιστεύουμε ότι αυτή είναι η μόδα της δεκαετίας ή και περισσότερο», δηλώνει. «Αυτή η έννοια της κατανάλωσης των αναδυόμενων αγορών που οδηγεί την παγκόσμια οικονομία και ουσιαστικά εκτοπίζει την κατανάλωση των ΗΠΑ – νομίζω είναι η πιο σημαντική επενδυτική παράμετρος της ερχόμενης δεκαετίας». Αυτή τη στιγμή, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις προσφέρουν την υψηλότερη μέση μερισματική απόδοση – 3,3% βάσει στοιχείων έως τις 29 Απριλίου – σε σύγκριση με 1,8% στις ΗΠΑ και 2,4% στην περιοχή Ασία – Ειρηνικού (2,7% με εξαίρεση της Ιαπωνίας), σύμφωνα με το MSCI. Κατά την πενταετία έως την 29η Απριλίου, η απόδοση της Ευρώπης διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 3,55%, έναντι 2,07% για τις ΗΠΑ και 2,36% για την περιοχή Ασία - Ειρηνικού (3,02% χωρίς την Ιαπωνία). Αλλά και το outlook για τη μερισματική απόδοση το επόμενο έτος είναι καλύτερο στην περίπτωση της Ασίας. Η μέση εκτιμώμενη 12μηνη απόδοση για τον δείκτη MSCI Asia Pacific είναι 2,61%, ποσοστό υψηλότερο από την πρόβλεψη 2,05% για τον δείκτη S&P 500, αλλά λιγότερο εντυπωσιακό από το 3,46% που προβλέπεται για το δείκτη MSCI EAFE, σύμφωνα με το Bloomberg. Αντίθετα οι εκτιμώμενοι ρυθμοι ανάπτυξης των μερισμάτων των δεικτών S&P 500 και EAFE για τα επόμενα τρία έτη – 9,51% και 10 % αντίστοιχα – ξεπερνούν κατά πολύ το 5,01% που προβλέπεται για τον Asia Pacific Index στο ίδιο διάστημα. Τάσεις Κερδοφορίας Οι τάσεις των εταιρικών κερδών στην Ασία, αποτελούν με τη σειρά τους καλό οιωνό για τη μελλοντική ανάπτυξη των μερισμάτων. «Γενικά μιλώντας, θεωρούμε πως η Ασία θα δει τα κέρδη της να αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι του S&P 500», ανέφερε ο Weir της Guinness Atkinson. «Και αν (οι εταιρείες εκεί αποδίδουν μερίσματα ως ποσοστό των καθαρών κερδών τους, είναι λογικό οι μερισματικές αποδόσεις να αυξάνονται ταχύτερα στην Ασία». Ο Nadel λέει ότι το νέο fund επένδυσης μερισμάτων της Royce δεν δυσκολεύεται να εντοπίσει ασιατικές μετοχές με ελκυστικές μερισματικές αποδόσεις. Το fund έχει επενδύσει περίπου το ένα τρίτο των κεφαλαίων του σε μετοχές Ασίας, ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με το 35% που έχει τοποθετηθεί στην Ευρώπη, αλλά υπερτριπλάσιο σε σχέση με το 10% που έχει επενδυθεί στη Βόρεια Αμερική. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Nadel λέει ότι κατανοεί τις ανησυχίες των επενδυτών για την περιοχή. Παραδέχεται πως θα προτιμούσε να αποκτήσει έκθεση στην Ασία, μέσω μιας ευρωπαϊκής εταιρείας με ιστορία 200 ετών, της οποίας η ανάπτυξη των πρόσφατων ετών έχει προέλθει κυρίως από την ανάπτυξη της δραστηριότηταςστην περιοχή παρά μέσω μιας τοπικής εταιρείας. «Η Ιαπωνία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεπτυγμένης αγοράς, που αποκτά ολοένα περισσότερους παίκτες στην αναδυόμενη Ασία», λέει. Ο Weir πιστεύει ότι οι ασιατικές εταιρείες είναι σε θέση να προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερες μερισματικές αποδόσεις τα προσεχή έτη, χάρις σε τρεις κυρίαρχες τάσεις: τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της κερδοφορίας, την ανατίμηση των νομισμάτων έναντι του δολαρίου, και την ωρίμαση των επιχειρήσεων των οποίων οι διευθυντές αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο τα οφέλη από την καταβολή μερισμάτων. Όλα αυτά, λέει ο Weir, μπορούν να προσφέρουν αποδόσεις και μερισματική ανάπτυξη, «που μάλλον δεν μπορείς να βρεις αλλού». Ο Bogoslaw είναι δημοσιογράφος του Finance Channel του Bloomberg BusinessWeek |
Σάββατο 14 Μαΐου 2011
Η αυτοκαταστροφική πολιτική της Κίνας
Του John Lee
Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αναρριχήθηκε τον Απρίλιο στα 11,4 δισ. δολάρια, τετραπλάσιο σε σχέση με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων, ενώ το πλεόνασμα της χώρας στις εμπορικές συναλλαγές με τις ΗΠΑ διευρύνθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Timothy Geithner καλεί επανειλημμένως το Πεκίνο να επισπεύσει την ανατίμηση του γουάν στο πλαίσιο του εν εξελίξει Στρατηγικού και Οικονομικού Διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Παρά το γεγονός ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν εκφράσει την ελπίδα πως οι Κινέζοι ομόλογοι τους είναι πλέον πιο ελαστικοί σε αυτό το θέμα, στην πραγματικότητα δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Η Κίνα δεν θα κάνει τίποτα περισσότερο από πολύ αργά βήματα στην κατεύθυνση ανατίμησης της αξίας του γουάν έναντι του δολαρίου. Μπορεί να φαίνεται σαν το Πεκίνο να προσπαθεί να πάει κόντρα στα καταπιεστικά σχέδια των ΗΠΑ για το νόμισμα, στην πραγματικότητα όμως η κινεζική ακαμψία δεν έχει τόσο να κάνει με την αντίσταση κατά των Αμερικανών αλλά περισσότερο με την αντίληψη του Πεκίνου για το τι συμφέρει καλύτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (KKK). To ΚΚΚ ακολουθεί αυστηρή γραμμή πολιτικής ακόμη και εάν η παρεμπόδιση της αύξησης της τιμής του νομίσματος δεν είναι ό,τι καλύτερο για την οικονομία της Κίνας. Κινέζοι οικονομολόγοι του ιδιωτικού κλάδου ισχυρίζονται από καιρό πως η ανατίμηση του γουάν συνάδει με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας. Όπως οι ίδιοι προειδοποιούν, η μη ισορροπημένη κινεζική οικονομία εξαρτάται υπέρ του δέοντος από τις εγχώρια χρηματοδοτούμενες επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και τις εξαγωγές για να αναπτυχθεί και όχι όσο πρέπει από την τοπική κατανάλωση. Η χώρα εισάγει περίπου τα μισά από τα βασικά καταναλωτικά αγαθά καθώς και τα καύσιμα. Αλλά με το ρυθμό πληθωρισμού στο 5,4%, ακόμη και τα κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν πως ένα ισχυρότερο γουάν θα βοηθούσε στη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων. Όμως, ενώ ο ρόλος των κορυφαίων οικονομολόγων της Κίνας είναι να επισημάνουν τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις στο οικονομικό μοντέλο και να προτείνουν λύσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του Πεκίνου θέτουν μία βασική προτεραιότητα: να παραμείνουν στην εξουσία. Σίγουρα, ο πληθωρισμός είναι πάνω από το επιθυμητό εύρος του 3-4%, αλλά δεν βρίσκεται εκτός ελέγχου. Όταν τίθεται ζήτημα διατήρησης της πολιτικής εξουσίας στο απολυταρχικό καθεστώς της Κίνας, η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης στις αστικές περιοχές αποτελεί πιο «καυτό» θέμα από τον έλεγχο τιμών και την μακροοικονομική εξισορρόπηση. Σημαντική συρρίκνωση των θέσεων εργασίας Πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα στην αγορά απασχόλησης της Κίνας; Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας φτάνει στο σεβαστό επίπεδο του 4-5%, τα στοιχεία αφορούν λιγότερο από το 1/10 του εργατικού δυναμικού που ξεπερνά τα 700 εκατ. άτομα. Αξιωματούχοι των τοπικών κοινοτήτων συχνά παραδέχονται πως η ανεργία δεν αποκλείεται να είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώνονται στις επαρχίες τους. Η Κίνα εκτιμάται ότι απώλεσε περίπου 40 εκατ. θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τις εξαγωγές τους πρώτους μήνες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ήταν ο κύριος λόγος που το Πεκίνο διέκοψε απότομα την άνοδο που κατέγραφε το γουάν έναντι του δολαρίου στο διάστημα 2005-2008 (+21%).
Επιπλέον, ένα stress test σε περισσότερους από 1.000 εξαγωγείς στο πρώτο τρίμηνο του 2010 κατέδειξε ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν με περιθώριο 4% ή και λιγότερο. Παρά τη γενική υποψία ότι πολλοί Κινέζοι εξαγωγείς δηλώνουν στο τελωνείο μικρότερο κόστος για τα αγαθά από το πραγματικό, με στόχο να μεγεθύνουν τη οικονομική δυσκολία που αντιμετωπίζουν και να κερδίσουν επιδοτήσεις και φοροελαφρύνσεις, είναι γεγονός ότι δέχονται πιέσεις από τις μισθολογικές αυξήσεις της τάξης του 10-20% σε πολλούς εξαγωγικούς κλάδους.
Ο στόχος της προστασίας του εξαγωγικού μεταποιητικού κλάδου είναι εν μέρει να αντισταθμίσει τα διογκούμενα προβλήματα του αναπτυξιακού μοντέλου της κινεζικής κυβέρνησης αναφορικά με την αναποτελεσματική δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Μιλώντας για οικονομική ανάπτυξη, η Κίνα έχει μετατραπεί από μία προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία σε μια εσωτερικά χρηματοδοτούμενη οικονομία που εξαρτάται από τις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος. Την τελευταία δεκαετία οι επενδύσεις αυτές ήταν υπεύθυνες για τη μισή σχεδόν ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας, αναλογώντας μάλιστα στο 90% της ανάπτυξης του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2010, προτού υποχωρήσουν στο 50-55% σήμερα. Κανονικά, περίπου τα τρία τέταρτα του συνόλου των τραπεζικών δανείων χορηγούνται σε κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις και ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα αυτών διοχετεύεται σε τοπικές κρατικές επιχειρήσεις. Ο νευραλγικός τομέας των εξαγωγών Ενώ ο δημόσιος τομέας της Κίνας επεκτάθηκε από το 2008 και μετά, ο ιδιωτικός τομέας έχει στην πραγματικότητα συρρικνωθεί τόσο σε σχετικούς όσο και σε απόλυτους όρους. Αυτό είναι σημαντικό δεδομένου ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι δύο έως τρεις φορές πιο αποτελεσματικές στη δημιουργία θέσεων εργασίας (όσον αφορά τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται ανά μονάδα επενδυμένου κεφαλαίου) σε σχέση με τις κρατικές, με τον εξαγωγικό μεταποιητικό κλάδο να αποτελεί εξαίρεση. Το ΚΚΚ απλά δεν μπορεί να επιτρέψει στον εξαγωγικό κλάδο, ο οποίος απασχολεί μεταξύ 150 και 200 εκατ. ατόμων, να συρρικνωθεί. Υπάρχει άλλος ένας λόγος προστασίας του σχετικά δυναμικού εξαγωγικού κλάδου. Εκτιμάται ότι τα δύο τρίτα των νέων απόφοιτων κολλεγίων δεν μπορούν να βρουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους εντός διαστήματος 12 μηνών από την αποφοίτηση. Οι καλύτερες θέσεις εργασίας εντοπίζονται στην κυβέρνηση, σε κρατικές επιχειρήσεις, ή στον τομέα των εξαγωγών. Με τα δύο πρώτα να είναι ιδιαίτερα αναποτελεσματικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας, το Πεκίνο δεν θέλει να εμποδίσει το τελευταίο.
Η καθυστέρηση της αναπόφευκτης κατά τους οικονομολόγους ανατίμησης του γουάν φέρνει απλώς περισσότερο ζεστό χρήμα απ’ έξω, καθιστώντας δυσκολότερο τον έλεγχο του πληθωρισμού. Το πρόβλημα θα μπορούσε ενδεχομένως να παρακαμφθεί με μια ξαφνική, μεγάλου μεγέθους, εφάπαξ ανατίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου- σε ποσοστό 10%, για παράδειγμα. Αλλά το Πεκίνο θα κρίνει τον άμεσο αντίκτυπο στον τομέα των εξαγωγών ως μη αποδεκτό.
Για τους Κινέζους οικονομολόγους, η πιο αποτελεσματική διατήρηση των θέσεων εργασίας και η βελτίωση της δημιουργίας νέων μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της αναμόρφωσης του συστήματος προς όφελος του πιο δυναμκού ιδιωτικού τομέα. Με αυτό τον τόπο η Κίνα θα εξαρτάται σε μικρότερο βαθμό από τον εξαγωγικό τομέα για τη διατήρηση της απασχόλησης. Αυτό όμως θα σήμαινε παράλληλα ότι το ΚΚΚ θα έχανε μέρος της οικονομικής του και τελικά πολιτικής του επιρροής. Και σε μια χώρα όπου σημειώθηκαν κατ ΄εκτίμηση 124.000 περιστατικά μαζικής αναταραχής το 2009 -αν και κυρίως σε αγροτικές περιοχές-αυτή είναι η λιγότερο πιθανή επιλογή.
Ο John Lee είναι συνεργάτης ερευνητής στο Κέντρο Ανεξάρτητων Μελετών στο Σίδνεϊ και στο Ινστιτούτο Hudson στην Ουάσιγκτον DC. Είναι συγγραφέας του βιβλίου "Will China Fail?" |
Τετάρτη 11 Μαΐου 2011
Το cloud computing είναι… νεφελώδες
Υπέρ: Εμπιστευτείτε το τοπικό hardware
Του Tom Buiocchi, Drobo
Από άποψη ταχύτητας, προστασίας και ασφάλειας, ο καλύτερος τρόπος να μεταφέρετε δεδομένα πολλών terabytes είναι να πάρετε τον σκληρό σας δίσκο και να τον μεταφέρετε μαζί σας όπου θέλετε. Γι’ αυτό άλλωστε οι μεγάλοι πάροχοι public clouds προσφέρουν υπηρεσίες τύπου «στείλτε μας τους σκληρούς σας δίσκους και θα φορτώσουμε τα δεδομένα σας».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποθήκευση στο cloud computing δεν έχει πλεονεκτήματα. Απλώς αυτά είναι κάπως πιο περιορισμένα. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται εφεδρικά δεδομένα, έτσι ώστε να προστατεύονται από τις βλάβες των σκληρών δίσκων. Η βέλτιστη πρακτική είναι να έχει κανείς τουλάχιστον ένα αντίγραφο των δεδομένων του σε δύο τοπικά σημεία και απομακρυσμένη πρόσβαση μέσω browser ή smartphone. Το cloud ακόμη υστερεί σ’ αυτό. Οι σύγχρονες συσκευές επιτόπιας αποθήκευσης θέτουν τα πλεονεκτήματα αυτά υπό τον πλήρη έλεγχό σας, σε πολύ χαμηλότερο κόστος από μια λύση hosting και χωρίς τη χρονική υστέρηση του ίντερνετ.
Όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν προσπαθήσει να ανεβάσουν μια μεγάλη παρουσίαση, το διαδίκτυο κάποιες φορές μπορεί να «σέρνεται». Και όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν χάσει κρίσιμες πληροφορίες όταν μια υπηρεσία δεν απέδωσε όπως έπρεπε, η πλήρης εναπόθεση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης (e-mail, έγγραφα, οικονομικά στοιχεία) σε άλλους, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών αποθήκευσης στο cloud που δεν έχετε ξαναχρησιμοποιήσει, μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική.
Οι έξυπνες εταιρείες εκτιμούν το εξωτερικό data hosting (είτε πρόκειται για cloud computing είτε όχι) γι’ αυτό που είναι: χρήσιμοι πόροι εφεδρικών αρχείων και μηχανισμοί περιστασιακής ανάκτησης δεδομένων επικουρικής ή προσωρινής χρήσης. Ωστόσο, όποιος έχει περιμένει υπομονετικά να φορτώσει ένα e-mail μπορεί να σας πει ότι όταν μιλάμε για ταχύτητα, προστασία και ασφάλεια δεδομένων, καλύτερα να εμπιστευόμαστε το τοπικό hardware.
Κατά: Μην αφήνετε τα δεδομένα σας εκτεθειμένα
Του Adam Caplan, Model Metrics
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατά του cloud computing αποτελεί η παραβίαση δεδομένων της Epsilonκαι τώρα και της Sony (SNE). Ένας μόνο άνθρωπος κατάφερε να υποκλέψει τα προσωπικά στοιχεία εκατομμυρίων. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών Ponemon, το 80% των αμερικανικών εταιρειών έχουν πέσει θύματα παραβίασης δεδομένων. Επομένως με ποιο σκεπτικό υποθέτουμε ότι η χρήση hardware συνεπάγεται μεγαλύτερη προστασία των δεδομένων;
Φυσικά οι πάροχοι cloud computing δεν είναι άτρωτοι. Από τη φύση του το cloud έχει να κάνει με την ασφάλεια. Οι εταιρείες επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην προστασία των υποδομών τους υιοθετώντας τις πιο πρόσφατες και προηγμένες τεχνολογίες ασφαλείας, ενώ απασχολούν κορυφαίους ειδικούς. Οι απειλές κατά της ασφάλειας εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς και δουλειά των εταιρειών αυτών είναι να τις προλαβαίνουν και να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα των χρηστών προστατεύονται.
Από συζητήσεις με στελέχη του κλάδου συμπέρανα ότι η ασφάλεια εξακολουθεί να δημιουργεί ανησυχίες, όμως σήμερα δεν είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο για όσους έχουν πάρει τα μέτρα τους. Οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν ότι το cloud computing τους δίνει τη δυνατότητα να επικεντρώνονται στις κύριες δραστηριότητές τους, απαλλάσσοντάς τες από το βάρος της πληροφοριακής υποδομής. Οι επιχειρήσεις με τα πιο ευαίσθητα εταιρικά δεδομένα σε όλον τον κόσμο τεστάρουν τις κορυφαίες πλατφόρμες cloud computing και απαιτούν τα υψηλότερα επίπεδα ασφάλειας, προς όφελος όλων μας.
Σήμερα δεν παράγουμε ο καθένας τον δικό του ηλεκτρισμό, ούτε φυλάμε πια τα χρήματά μας κάτω από το στρώμα (απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον). Ομοίως, η πληροφορική εξελίσσεται. Η παρουσία του hardware αυτή καθεαυτή δεν προσφέρει πια το αίσθημα της ασφάλειας.
Οι γνώμες και τα συμπεράσματα που εκφράζονται στο Debate Room δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Bloomberg BusinessWeek, του BusinessWeek.com, ή του Bloomberg LP.
|
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011
Τα μεγαλύτερα deals του 2011
Του Joel Stonington
Με άφθονη ρευστότητα στα ταμεία τους και όρεξη για κυνήγι ευκαιριών ανάπτυξης, οι επιχειρήσεις έχουν διευρύνει από τις αρχές του 2011 τον αριθμό και το μέγεθος των deals. Παγκοσμίως, οι επιχειρήσεις διαθέτουν περισσότερα από 3,3 τρισ. δολάρια σε μετρητά, ενώ οι άνω των 6.000 συναλλαγές του πρώτου τριμήνου του έτους πρόσθεσαν επιπλέον 584 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Οι συμφωνίες ήταν οι πιο ακριβές από την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Οι επενδυτικοί τραπεζίτες αναμένουν ότι η φετινή χρονιά θα είναι η πιο πλούσια σε συγχωνεύσεις και εξαγορές από το 2007.
Οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών οδηγούν την κούρσα των εξαγορών και συγχωνεύσεων διεκδικώντας τις δύο μεγαλύτερες συμφωνίες του 2011 έως τώρα. Η προσφορά της AT&T για την εξαγορά της T-Mobile USA και η συγχώνευση της Duke Energy με την Progress Energy αναμένεται να οδηγήσουν τους δύο υποψήφιους αγοραστές στην κορυφή των αντίστοιχων κλάδων. Δείτε παρακάτω τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές συμφωνίες έως τώρα το 2011 ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη.
Σημείωση συντάκτη: Όλα τα στοιχεία είναι από το Bloomberg. Οι τιμές που αναγράφονται αντιστοιχούν στην αξία της συμφωνίας κατά το χρόνο ανακοίνωσής της.
Προσφορά της Johnson & Johnson για την Synthes
Τίμημα: $21,3 δισ.
Ημερομηνία: 27 Απριλίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Level 3 καταθέτει προσφορά για την Global Crossing
Τίμημα: $2,45 δισ.
Ημερομηνία: 11 Απριλίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Texas Instruments υποβάλλει προσφορά για την National Semiconductor
Τίμημα: $6,4 δισ.
Ημερομηνία: 4 Απριλίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Vivendi διεκδικεί την SFR
Τίμημα: $11,3 δισ.
Ημερομηνία: 3 Απριλίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Αύξηση μεριδίου, διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Οι Nasdaq OMX και ICE υποβάλλουν προσφορά για την NYSE Euronext
Τίμημα: $11,3 δισ.
Ημερομηνία: 1 Απριλίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά, υποβολή ανταγωνιστικής προσφοράς
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η AT&T καταθέτει προσφορά για την T-Mobile USA
Τίμημα: $39 δισ.
Ημερομηνία: 20 Μαρτίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Berkshire Hathaway υποβάλλει προσφορά για την Lubrizol
Τίμημα: $9,22 δισ.
Ημερομηνία: 14 Μαρτίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η LVMH Moët Hennessy υποβάλλει προσφορά για την Bulgari
Τίμημα: $3,02 δισ.
Ημερομηνία: 7 Μαρτίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής, διασυνοριακή
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Ο όμιλος Blackstone καταθέτει προσφορά για τα εμπορικά κέντρα της Centro
Τίμημα: $9,4 δισ.
Ημερομηνία: 1 Μαρτίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Private equity, πώληση παγίων, διασυνοριακή, ανακεφαλαιοποίηση, real estate.
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Προσφορά της Sanofi-Aventis για την Genzyme
Τίμημα: $19,64 δισ.
Ημερομηνία: 16 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά, υποβολή προσφοράς σε διαγωνισμό, διασυνοριακή
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Πρόταση εξαγοράς της Trian Fund Management για την Family Dollar Stores
Τίμημα: $7,7 δισ.
Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Απορρίφθηκε στις 3 Μαρτίου
Η Deutsche Börse υποβάλλει πρόταση εξαγοράς για την NYSE Euronext
Τίμημα: $9,53 δισ.
Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Πρόταση της PetroChina για την Cutbank Ridge της Encana
Τίμημα: $5,43 δισ.
Ημερομηνία: 9 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή πώληση παγίων
Κατάσταση: Εκκρεμεί
H London Stock Exchange διεκδικεί την TMX Group
Τίμημα: $3,12 δισ.
Ημερομηνία: 9 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Ensco υποβάλλει προσφορά για την Pride International
Τίμημα: $8,47 δισ.
Ημερομηνία: 7 Φεβρουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Διασυνοριακή εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Προσφορά της AMB Property για την ProLogis
Τίμημα: $16,48 δισ.
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά, αντίστροφη συγχώνευση
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η συγχώνευση των εταιρειών logistics, ΑΜΒ (AMB) και ProLogis (PLD) θα δημιουργούσε ένα επενδυτικό τραστ real estate αξίας 46 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με το Bloomberg News. Στη φώτο: ο Walter Rakowich, διευθύνων σύμβουλος της ProLogis.
Η Alpha Natural Resourses καταθέτει προσφορά για την Massey Energy
Τίμημα: $8,28 δισ.
Ημερομηνία: 29 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η προτεινόμενη συμφωνία μεταξύ της Alpha (ANR) και της Massey (MEE) θα δημιουργήσει μια εταιρεία, καλύτερα τοποθετημένη ούτως ώστε να προμηθεύει άνθρακα στον ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο χαλυβουργίας της Κίνας.
Ιδιωτικός επενδυτής υποβάλλει προσφορά για την Mosaic
Τίμημα: $8,07 δισ.
Ημερομηνία: 18 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Ο ιδιωτικός κολοσσός αγροτικών προϊόντων Cargill σχεδιάζει να αποσχίσει την εταιρεία παραγωγής λιπασμάτων Mosaic (MOS). Η συμφωνία, μια πολύπλοκη, απαλλαγμένη από φόρους, ανταλλαγή αναμένεται να βοηθήσει την Cargill να παραμείνει ιδιωτική αφήνοντας παράλληλα την Mosaic διαθέσιμη προς εξαγορά από άλλη εταιρεία.
Η Duke Energy καταθέτει πρόταση για την Progress Energy
Τίμημα: $25,53 δισ.
Ημερομηνία: 10 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Ατμός εξέρχεται από τον πύργο ψύξης της πυρηνικής μονάδας Shearon Harris της Progress Energy στη Βόρεια Καρολίνα. Η προτεινόμενη συγχώνευση των Duke Energy (DUK) και Progress Energy (PGN) θα δημιουργούσε τη μεγαλύτερη επιχείρηση κοινής ωφέλειας της χώρας, σύμφωνα με ανακοίνωση της Duke. Το νέο σχήμα θα διατηρήσει το όνομα Duke Energy και αναμένεται να αποφέρει έσοδα 22,7 δισ. δολαρίων ετησίως.
Τίμημα: $16,48 δισ.
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά, αντίστροφη συγχώνευση
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Alpha Natural Resourses καταθέτει προσφορά για την Massey Energy
Τίμημα: $8,28 δισ.
Ημερομηνία: 29 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Ιδιωτικός επενδυτής υποβάλλει προσφορά για την Mosaic
Τίμημα: $8,07 δισ.
Ημερομηνία: 18 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Duke Energy καταθέτει πρόταση για την Progress Energy
Τίμημα: $25,53 δισ.
Ημερομηνία: 10 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Η Qualcomm υποβάλλει προσφορά για την Atheros Communications
Τίμημα: $2,92 δισ.
Ημερομηνία: 5 Ιανουαρίου, 2011
Τύπος συμφωνίας: Εξαγορά
Κατάσταση: Εκκρεμεί
Σάββατο 7 Μαΐου 2011
Hyperinflation and Double-Dip Recession Ahead
Economic recovery? What economic recovery? Contrary to popular media reports, government economic reporting specialist and ShadowStats Editor John Williams reads between the government-economic-data lines. "The U.S. is really in the worst condition of any major economy or country in the world," he says. In this exclusive interview withThe Gold Report, John concludes the nation is in the midst of a multiple-dip recession and headed for hyperinflation.
The Gold Report: Standard & Poor's (S&P) has given a warning to the U.S. government that it may downgrade its rating by 2013 if nothing is done to address the debt and deficit. What's the real impact of this announcement?
John Williams: S&P is noting the U.S. government's long-range fiscal problems. Generally, you'll find that the accounting for unfunded liabilities for Social Security, Medicare and other programs on a net-present-value (NPV) basis indicates total federal debt and obligations of about $75 trillion. That's 15 times the gross domestic product (GDP). The debt and obligations are increasing at a pace of about $5 trillion a year, which is neither sustainable nor containable. If the U.S. was a corporation on a parallel basis, it would be headed into bankruptcy rather quickly.
There's good reason for fear about the debt, but it would be a tremendous shock if either S&P orMoody's Investor Service actually downgraded the U.S. sovereign-debt rating. The AAA rating on U.S. Treasuries is the benchmark for AAA, the highest rating, meaning the lowest risk of default. With U.S. Treasuries denominated in U.S. dollars and the benchmark AAA security, how can you downgrade your benchmark security? That's a very awkward situation for rating agencies. As long as the U.S. dollar retains its reserve currency status and is able to issue debt in U.S. dollars, you'll continue to see a triple-A rating for U.S. Treasuries. Having the U.S. Treasuries denominated in U.S. dollars means the government always can print the money it needs to pay off the securities, which means no default.
TGR: With the U.S. Treasury rated AAA, everything else is rated against that. But what if another AAA-rated entity is about to default?
JW: That's the problem that rating agencies will have if they start playing around with the U.S. rating. But there's virtually no risk of the U.S. defaulting on its debt as long as the debt's denominated in dollars. Let's say the U.S. wants to sell debt to Japan, but Japan doesn't like the way the U.S. is running fiscal operations. It can say, "We don't trust the U.S. dollar. We'll lend you money, but we'll lend it in yen." Then, the U.S. has a real problem because it no longer has the ability to print the currency needed to pay off the debt. And if you're looking at U.S. debt denominated in yen, most likely you would have a very different and much lower rating.
TGR: Is there a possibility that people would not buy U.S. debt unless it's in their currency?
JW: It is possible lenders would not buy the Treasuries unless denominated in a strong and stable currency. As the USD loses its value and becomes less attractive, people will increasingly dump dollar-denominated assets and move into currencies they consider safer. And you'll see other things; OPEC might decide it no longer wants to have oil denominated in U.S. dollars. There's been some talk about moving it to some kind of basket of currencies—something other than the U.S. dollar, possibly including gold. This would be devastating to the U.S. consumer. You'd get a double whammy from an inflation standpoint on oil prices in the U.S. because the dollar would be shrinking in value against that basket of currencies.
TGR: Different countries are starting to discuss the creation of an alternative to the USD as reserve currency. How rapidly could an alternative currency appear?
JW: That would involve a consensus of major global trading countries; but just how that would break remains to be seen. Let's say OPEC decides it no longer wants to accept dollars for oil. Instead, it wants to be paid in yen. It's done. It's not a matter of creating a new currency—it's a matter of how things get shifted around.
TGR: What other commodities or monetary issues would that create?
JW: Again, the dollar's weakness is doubly inflationary. It is the biggest factor behind the ongoing rise in oil prices. Let's say you're a Japanese oil purchaser. Oil, effectively, is purchased at a discount in a yen-based environment due to the dollar's weakness. Usually, the market doesn't let such advantages last very long. As the dollar weakens, you see upside pressure on oil prices. If, hypothetically, you're pricing oil in yen, there's no reason for anybody to hold the USD. The dollar would sell off more rapidly against the yen and oil inflation would be even higher in a dollar-denominated environment.
TGR: You've mentioned that hyperinflation will happen as soon as 2014. If that is true, wouldn't OPEC want to shift off dollar pricing as quickly as possible?
JW: From a purely financial standpoint, that would make sense. Other factors are at play, though, including political, military and unstable times in both North Africa and the Middle East. Those who are able to get out of dollars, I think, will do so rapidly and as smoothly as possible.
TGR: And how will they do that?
JW: They will sell their dollar-denominated assets. They will convert dollars to other currencies. They will buy gold. Generally, they will dump whatever they hold in dollars and sell the dollar-denominated assets they don't want. There's a market for them; it's just a matter of pricing. As the pressure mounts to get out of the USD, the pricing of dollar-denominated assets will fall, which in turn would intensify that selling. The dollar selling will intensify domestic U.S. inflation, which is one factor that picks up and feeds off itself and will help to trigger the hyperinflation.
TGR: The U.S., even in recession, is still the largest consuming economy. If the U.S. continues in, or goes into a deeper, recession, doesn't that impact the rest of the world?
JW: If the U.S. is in a severe recession, it will have a significant negative economic impact on the global economy. That doesn't necessarily affect the relative values of other currencies to the USD. If you look at the dollar against the stronger currencies, a wide variety of factors are in effect—including relative economic strength. The U.S. is probably going to have an economy as bad as any major country will have, with higher relative inflation. The weaker the relative economy and the stronger the relative inflation, the weaker will be the dollar. Relative to fiscal stability, the worse the fiscal circumstance in the U.S., the weaker is the dollar. Relative to trade balance, the bigger the trade deficit is, the weaker the currency. As to interest rates, the lower the relative interest rates in the U.S., the weaker will be the dollar.
Part of the weakness in the dollar now is due to the way the world views what's happening in Washington and the ability of the government to control itself. That's a factor that may have forced S&P to make a comment. So, even having a weaker economy in Europe would not necessarily lead to relative dollar strength.
TGR: If the U.S. experiences a continued, or even greater, recession, doesn't that impact spill over into Canada?
JW: The Canadian economy is closely tied to the U.S. economy, and bad times here will be reflected in bad times in Canada. However, I'm not looking for a hyperinflation in Canada. Its currency will tend to remain relatively stronger than the U.S. dollar. Canada is more fiscally sound; it generally has a better trade picture and has a lot of natural resources. Keep in mind that economic times tend to get addressed by private industry's creativity and, thus, new markets can be developed. For instance, you're already seeing significant shifts of lumber sales to China instead of to the U.S.
TGR: What about the effect on other countries?
JW: The world economy is going to have a difficult time. You do have ups and downs in the domestic, as well as the global, economy. People survive that. They find ways of getting around problems if a market is cut off or suffers. I view most of the factors in Canada, Australia and Switzerland as being much stronger than in the U.S. Even when you look at the euro and the pound, they're generally stronger than in the U.S. Japan is dealing with the financial impacts of the earthquake. There's going to be a lot of rebuilding there. But, generally, it's a more stable economy with better fiscal and trade pictures. I would look for the yen to continue to be stronger. Shy of any short-term gyrations, the U.S. is really in the worst condition of any major economy and any major country in the world and, therefore, in a weaker currency circumstance.
TGR: Then why are media analysts talking about the U.S. being in a recovery?
JW: You're not getting a fair analysis. There's nothing new about that. No one in the popular media predicted the recession that was clearly coming upon us, and the downturn wasn't even recognized until well after the average guy on Main Street knew things were getting bad. We have some particularly poor-quality economic reporting right now. The economy has not been as strong as it advertised. Yes, there has been some upside bouncing in certain areas, but it's largely tied to short-lived stimulus factors.
Let's look at payroll numbers and the way those are estimated. In normal economic times, seasonal factors and seasonal adjustments are stable and meaningful. What's happened is that the downturn has been so severe and protracted it has completely skewed the seasonal-adjustment process. It's no longer meaningful, nor are estimates of monthly changes in many series. The markets are flying blind—it's unprecedented, in terms of modern reporting.
Are we really seeing a surge in retail sales? If so, you should be seeing growth in consumer income or consumer borrowing—but we're not seeing that. The consumer is strapped. An average consumer's income cannot keep up with inflation. The recent credit crisis also constrained consumer credit. Without significant growth in credit or a big pick-up in consumer income, there's no way the consumer can sustain positive economic growth or personal consumption, which is more than 70% of the GDP. So, you haven't started to see a shift in the underlying fundamentals that would support stronger economic activity. That's why you're not going to have a recovery; in fact, it's beginning to turn down again as shown in the housing sales volume numbers, which are down 75% from where it was in normal times.
TGR: But we were in a housing boom. Doesn't that make those numbers reasonable?
JW: Housing starts have never been this low. Right now, they are running around 500,000 a year. We're at the lowest levels since World War II—down 75% from 2006—and it's getting worse. I mean the bottom bouncing has turned down again. We're already seeing a second dip in the housing industry. There's been no recovery there.
In March, all the gain in retail sales was in inflation. Retail sales are turning down. You're going to see a weaker GDP number for Q111. The GDP number is probably the most valueless of the major series put out; but, as the press will have to report, growth will drop from 3.1% in Q410 to something like 1.7% in Q111.
TGR: You've stated that the most significant factors driving the inflation rate are currency- and commodity-price distortions—not economic recovery. Why is that distinction important?
JW: The popular media have stated that the only time you have to worry about inflation is when you have a strong economy, and that a strong economy drives inflation. There's such a thing as healthy inflation when it comes from a strong economy. I would much rather be in an economy that's overheating with too much demand and prices that rise. That's a relatively healthy inflation. Today, the weak dollar has spiked oil prices. Higher oil prices are driving gasoline prices higher—the average person is paying a lot more per gallon of gas. For those who can't make ends meet, they cut back in other areas. The inflation of Q410, which is now running at an annualized pace of 6%, was mostly tied to the prices of gasoline and food.
You also have higher food prices. It's not due to stronger food or gasoline demand—it's due to monetary distortions. Unemployment is still high, even if you believe the numbers. I'll contend the economy really isn't recovering. At the same time, you're seeing a big increase in inflation that's killing the average guy.
TGR: Why isn't there more pressure on the U.S. government to reduce the debt deficit?
JW: When you get into areas like debt and deficit, it's a little difficult to understand. The average person, though, should be feeling enough financial pain that political pressure will tend to mount before the 2012 election; but whether or not the average person will take political action remains to be seen. I don't think you have until 2012 before this gets out of control and there's hyperinflation. It could go past that to 2014, but we're seeing all sorts of things happening now that are accelerating the inflation process.
TGR: Like the dollar at an all-time low.
JW: If you compare the U.S. dollar against the stronger currencies, such as the Australian dollar, Canadian dollar and Swiss franc, you're looking at historic lows. You're not far from historic lows in the broader dollar measure.
TGR: In your April 19 newsletter, you stated, "Though not yet commonly recognized, there is both an intensifying double-dip recession and a rapidly escalating inflation problem. Until such time as financial market expectations catch up with the underlying reality, reporting generally will continue to show higher-than-expected inflation and weaker-than-expected economic results." What do you mean by "until such time as financial market expectations catch up with the underlying reality?"
JW: A lot of people look closely at and follow the consensus of economists, which is looking at (or at least still touting) an economic recovery with contained inflation. I'm contending that the underlying reality is a weaker economy and rising inflation. I think the expectation of rising inflation is beginning to sink in. Given another month or two, I think you'll find all of a sudden the economists making projections will start lowering their economic forecasts. Instead of looking at half-percent growth in industrial production, they'll be expecting it to be flat; if it comes in flat, it will be a consensus—and the markets will be pleased it wasn't worse in consensus. But the consensus outlook will have shifted toward a more negative economic outlook.
TGR: Do you think economists will shift their outlooks before we get into hyperinflation or a depression?
JW: In terms of economists who have to answer to Wall Street, work for the government or hold an office like the Federal chairman, by and large, they'll err on the side of being overly optimistic. People prefer good news to bad news. If Fed Chairman Ben Bernanke said we were headed into a deeper recession, it would rattle the market. People on Wall Street want to have a happy sales pitch. What results may have little to do with underlying reality.
TGR: In your April 15 newsletter, you mentioned that a signal of an unfolding double-dip recession is based on the annual contraction of the M3, which was the Fed's broadest measure of money supply until it ceased publishing it in 2006. Recent estimates show that the annual contraction of M3 went down from 4.3 in February to 3.6 in March. Is this good news?
JW: No. It doesn't have any particular significance as a signal for the economy. You do have recessions that start without M3 going negative year over year. In the last several decades, every time the M3 went negative, there followed a recession—or an intensifying downturn—if a recession was already underway. If you tighten up liquidity, you tend to tighten up business conditions. Again, though, you've had recessions without those signals. When it goes positive, it does not signal an upturn in the economy. It doesn't make any difference if it continues negative for a year or two, or if it's negative for three months. The point is—when it turns negative, that's the signal for the recession.
We had a signal back in December 2009, which would have indicated a downturn sometime in roughly Q310. We already were in a recession at that point. According to the National Bureau of Economic Research, the defining authority in timing of the U.S. business cycle, the last recession ended in June 2009. So, this current recession will be recognized as a double-dip recession. The Bureau doesn't change its timing periods.
I'll contend that we're really seeing reintensification of the downturn that began in 2007. Although it's not obvious in the headline numbers of the popular media, you'll find that September/October 2010 is when the housing market started to turn down again. That is beginning to intensify. We'll see how the retail sales look when they're revised. When all the dust settles, I think you'll see that the economy did start to turn down again in latter 2010. Somewhere in that timeframe, they’ll start counting the second or next leg of a multiple-dip recession.
TGR: Does M3 have anything to do with calculating potential inflation or hyperinflation?
JW: It does; but when you start looking at the inflation picture, you also have to consider that we are dealing with the world's reserve currency and the volume of dollars both outside and inside the U.S. system. Right now, M3 is estimated at somewhat shy of $14 trillion. You have another $7 trillion outside the U.S., which is available for overnight liquidation and dumping into the U.S. markets. It's not easy to measure how much is out there, but that has to be taken into account to assess the money supply related to inflation. Again, that's where the Fed chairman's policies come into play.
Efforts have been afoot to weaken the U.S. dollar. Usually with the weakening of the U.S. dollar, you see increased repatriation of dollars from outside the system. If everyone is happy holding the dollars, the flows can be static; but when they start shifting and the dollars are repatriated, you begin to have currency problems. That's when you have the money supply and the inflation problems we're beginning to see.
TGR: This has been very informative, John. Thank you for your time.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)