ETF: iShares JPMorgan USD Emerg Markets Bond

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

H αμερικανική αγορά εργασίας είναι πιο ισχυρή από όσο νομίζετε

SF Fed: The Labor Market Is Stronger Than You Think

Φώτο από Robert Daly

Του 

Το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ έχει υποχωρήσει δύο ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία τρία έτη, από 9,5% τον Αύγουστο του 2010 στο σημερινό ποσοστό του 7,3%. Όσο καλό κι αν δείχνει αυτό στα χαρτιά, μας έρχεται ψυχρολουσία όταν μαθαίνουμε πως μεγάλο μέρος της μείωσης αυτής οφείλεται στην απένταξη ατόμων από το ανθρώπινο δυναμικό η οποία οδηγεί το ποσοστό συμμετοχής στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1978. Ολική απογοήτευση.

Νέα μελέτη της Federal Reserve Bank του Σαν Φρανσίσκο προσφέρει κάποια ελπίδα ότι η αγορά εργασίας στην πραγματικότητα τα πηγαίνει αρκετά καλά, ότι «το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας δεν είναι μόνο συνάρτηση των ανθρώπων που τα παραιτούνται από την αναζήτηση και ότι ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας επιταχύνεται.

Οι οικονομολόγοι της Fed του Σαν Φρανσίσκο δίνουν έμφαση σε έξι δείκτες που χρησιμεύουν ως «εξαιρετικοί προάγγελοι» των μελλοντικών βελτιώσεων του ποσοστού ανεργίας, ενώ προβλέπουν με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια τις πρόσφατες μεταβολές στο ποσοστό ανεργίας, το οποίο από μόνο του υστερεί σαν δείκτης. Οι έξι δείκτες παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα και κατατάσσονται από πάνω προς τα κάτω σύμφωνα με την ικανότητά πρόβλεψής τους. Το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στην κορυφή για λόγους σύγκρισης.


Federal Reserve Bank του San Francisco
 -Όσο πιο πράσινο, τόσο το καλύτερο


Αρχικά, παρατηρείστε τα νούμερα σε bold, τα οποία υπολογίζουν τη συσχέτιση μεταξύ του momentum των δεικτών και των μεταβολών στο ποσοστό ανεργίας –δηλαδή πόσο καλά προβλέπουν. Οι ίδιοι οι συντάκτες της μελέτης αναφέρουν ότι «βασικός μας σκοπός είναι να βρούμε τους δείκτες εκείνους οι κινήσεις των οποίων σε διάστημα εξαμήνου έχουν τη μεγαλύτερη συσχέτιση με τις μεταβολές του ποσοστού ανεργίας τους επόμενους έξι μήνες».

Έτσι, το ισχυρότερο μέτρο πρόγνωσης είναι το ασφαλισμένο ποσοστό ανεργίας, με συντελεστή συσχέτισης 0,44.

Τώρα κοιτάξτε στη δεξιά στήλη. Όσο πιο αρνητικός είναι ο αριθμός, τόσο πιο γρήγορη αναμένεται να είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας τους επόμενους έξι μήνες. Οι πιο σκούρες αποχρώσεις του πράσινου είναι για τις ισχυρότερες ενδείξεις για το ρυθμό της ανάκαμψης. Έτσι, οι δείκτες που έχουν μεγαλύτερη σημασία, βελτιώνονται ταχύτερα. Οι συντάκτες της μελέτης το εκλαμβάνουν αυτό ως «απόδειξη ότι η ανάκαμψη στην αγορά εργασίας είναι ισχυρή, λαμβάνει χώρα σε ευρεία βάση και είναι πιθανό να συνεχιστεί, αν όχι να επιταχυνθεί, κατά τους προσεχείς μήνες».

Ένα ακόμη γράφημα:

Getting closer to historic averages
Πλησιάζοντας τους ιστορικούς μέσους όρους

Αυτό δείχνει ότι αρκετοί δείκτες της αγοράς εργασίας επιστρέφουν στα επίπεδα του ιστορικού μέσου όρου τους, που απεικονίζονται με την οριζόντια γραμμή στο 0. Κάποιοι δείκτες (αρχικές αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας, ποσοστά ασφάλισης κατά της ανεργίας) βρίσκονται πολύ κάτω από το μέσο όρο.

Μια ακόμη σκέψη σχετικά με την Fed του Σαν Φρανσίσκο: Αυτή είναι η τράπεζα στην οποία η Janet Yellen πέρασε αρκετά χρόνια ως πρόεδρος στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Ενώ κληρονόμησε ένα χαμηλού προφιλ πόστο, όταν έφτασε εκεί το 2004, έως τη στιγμή που έφυγε, η συγκεκριμένη Fed είχε γίνει ένα ισχυρό κέντρο ουσιαστικής και (το πιο σημαντικό) ακριβούς μακροοικονομικής έρευνας. Δεν υπάρχει λόγος να μην πιστεύουμε πως κάτι σχεδιάζουν εδώ.

Η παλιά καλή Amazon: Μόνο πωλήσεις, καθόλου κέρδη



Amazon΄s logistics center in Pforzheim, Germany
Το κέντρο logistics της Amazon στο Pforzheim της Γερμανίας -Φώτο από Jan-Philipp Strobel/dpa/Corbis

Του 

Για άλλη μια φορά είδαμε το γνωστό παράδοξο με την Amazon: η βασίλισσα του ηλεκτρονικού εμπορίου από το Σηάτλ το χει κάνει πια συνήθεια να εμφανίζει ζημιές –στα τρία από τα τέσσερα τρίμηνα το τελευταίο έτος- ωστόσο η μετοχή της βρίσκεται κοντά σε ιστορικό υψηλό, έχοντας κάνει «άλμα» 35% τους τελευταίους 12 μήνες.

Τώρα έχουμε ένα φρέσκο παράδειγμα αυτής της ζωντανής αντίφασης. Η Amazon ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα υγιείς καθαρές πωλήσεις 17,09 δισ. δολαρίων για το τρίτο τρίμηνο, που αντιστοιχεί σε αύξηση 24% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Ωστόσο η εταιρεία κατέγραψε ζημιές 9 σεντς ανά μετοχή. Τα καλά νέα για τους μετόχους είναι τα εξής: οι αναλυτές είχαν προβλέψει  χαμηλότερες πωλήσεις 16,77 δισ. δολαρίων ενώ ανέμεναν ακριβώς ζημιές 9 σεντς.

Όπως συμβαίνει συνήθως, η μετοχή της σημείωσε άνοδο περίπου 1,5% στις ηλεκτρονικές συναλλαγές της Wall Street, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Έχουμε προσπαθήσει να εξηγήσουμε το παράδοξο της Amazon στο παρελθόν και θα το κάνουμε πάλι. Ο Jeff Bezos και η εταιρεία είναι αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις εδώ και χρόνια. Πάνω από ένα χρόνο πριν, είπαν στους αφοσιωμένους μακροπρόθεσμους επενδυτές ότι εισέρχονται σε μια φάση ανάπτυξης, επενδύοντας τα μετρητά της εταιρείας στην κατασκευή νέων κέντρων εκπλήρωσης, στη διεθνή επέκταση, καθώς και στην δημιουργία νέου hardware. (Μια προγραμματισμένη συσκευή set- top box φέρεται να έχει καθυστερήσει )

Στο μεταξύ, οι επενδυτές είναι στην ευχάριστη θέση να κάθονται και να απολαμβάνουν την εταιρεία να αναπτύσσεται ταχύτερα σε σχέση με την υπόλοιπη βιομηχανία ηλεκτρονικού εμπορίου –τα έσοδα της βιομηχανίας αυξήθηκαν 13% κατά το τρίτο τρίμηνο σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την RBC Capital Markets. Αυτό σημαίνει ότι η Amazon αρπάζει μερίδιο αγοράς τόσο από τους ανταγωνιστές της online, όσο και από τους ανταγωνιστές της... offline. Και ενώ κλέβει πελάτες, η εταιρεία επεκτείνεται επιθετικά σε νέες αγορές.

Στο Δελτίο Τύπου των αποτελεσμάτων, ο Bezos επέστησε την προσοχή στις τρεις νέες ταμπλέτες Kindle Fire, στα 8 εκατομμύρια τετραγωνικά πόδια του νέου κέντρου εκπλήρωσης, αλλά και στα 1.382 νεοφερμένα ρομπότ Kiva, που περιφέρονται στις αποθήκες της Amazon και παραδίδουν τις παλέτες των προϊόντων στους εργαζόμενους. Ο Bezos αναφέρθηκε επίσης στη νίκη της Amazon επί της IBM στη νομική τους διαμάχη για το ποιος θα καλύψει τις ανάγκες cloud computing της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. «Οι τελευταίοι μήνες ήταν γεμάτοι», έγραψε.

Ο οικονομικός διευθυντής της Amazon, Tom Szkuta, όταν ρωτήθηκε από τα media πότε η εταιρεία θα αρχίσει να εμφανίζει και πάλι κέρδη, απέφυγε να απαντήσει, αλλά σημείωσε πως ο Bezos και η ομάδα διαχείρισης βλέπουν παντού «πράσινα λιβάδια». «Νιώθουμε πολύ τυχεροί που έχουμε πολλές μεγάλες ευκαιρίες για να επενδύσουμε», είπε.« Η Amazon είναι επίσης τυχερή που διαθέτει μετόχους πρόθυμους να κάνουν μαζί της τη διαδρομή».

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Μετατρέποντας το τοξικό χρέος σε "χρυσάφι"

Οι 4 εταιρείες που συστάθηκαν το 1999 για να διαχειριστούν επισφαλή δάνεια 229 δισ. δολ. Έχουν εξελιχθεί σε κερδοφόρους χρηματοοικονομικούς φορείς

Απόδοση Αναστασία Κυριανίδη - Νικολαΐδη



Το 1999 η Κίνα δημιούργησε τέσσερις εταιρείες για να αναλάβουν δάνεια που ήταν σε καθυστέρηση, ύψους 229 δισ. δολαρίων, και που οι τράπεζες είχαν συσσωρεύσει έπειτα από χρόνια δανειοδοτήσεων μη κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων. Η στρατηγική αυτή λειτούργησε καλύτερα από ό,τι περίμεναν όλοι. Ανταλλάσσοντας το χρέος με μετοχές και με τη χρήση τεχνικών αναδιάρθρωσης, οι διαχειριστές κεφαλαίων δημιούργησαν κέρδη και εξελίχθηκαν σε διαφοροποιημένες χρηματοοικονομικές εταιρείες που ασχολούνται με την επενδυτική τραπεζική, τη διαχείριση κεφαλαίων, το real estate και τις ασφάλειες.

Σήμερα, η τετράδα -Huarong Asset Management, Cinda Asset Management, Orient Asset Management και Great Wall Asset Management- είναι έτοιμη να επωφεληθεί από μια νέα παρτίδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, που δημιουργήθηκαν κατά τον πιο πρόσφατο δανειστικό παροξυσμό της Κίνας. «Μπορείς να κάνεις πακτωλούς χρημάτων μέσα από αυτά τα δάνεια, αν τα εκμεταλλευτείς σωστά», λέει η Charlene Chu, επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού βραχίονα της Fitch Ratings στο Πεκίνο.

Οι εταιρείες διαχείρι-1 σης περιουσιακών στοιχείων διέθεταν αθροιστικά πάγια αξίας 560 δισ. γουάν (91 δισ. δολάρια) και κέρδη ύψους 16 δισ. γουάν το 2011. Τα κέρδη της Cinda, της δεύτερης μεγαλύτερης από τις επιχειρήσεις, αυξήθηκαν σε ποσοστό 6%, στα 7,2 τρισ. γουάν, το 2012. Η Huarong, η μεγαλύτερη από τις τέσσερις, είδε τα κέρδη της να κάνουν άλμα 68% πέρυσι, στα 5,9 τρισ. γουάν.

Αυτά τα κέρδη «γεννήθηκαν» με αρκετή βοήθεια από το κράτος. Όταν είχαν συσταθεί, οι τέσσερις εταιρείες δανείστηκαν 570 δισ. γουάν από την Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Άντλησαν επιπλέον 820 δισ. γουάν από την πώληση ομολόγων προς τις τέσσερις μεγαλύτερες κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες.

Οι διαχειριστές παγίων επέστρεψαν αμέσως αυτά τα χρήματα, μέσω της αγοράς επισφαλών δανείων από τις τράπεζες στην πλήρη αξία τους. Μετά την αναδιάρθρωση της περιόδου 2003-2005 κληρονόμησαν ακόμα περισσότερα τοξικά δάνεια από τις μεγάλες τράπεζες.

Οι διασώσεις αφαίρεσαν πολλά τρισεκατομμύρια γουάν προβληματικών δανείων από τα βιβλία των τραπεζών, βοηθώντας τα αφερέγγυα ιδρύματα να γίνουν οι πιο κερδοφόρες τράπεζες στον κόσμο.

Στο τέλος του Ιουνίου, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών -Industrial & Commercial Bank of China, China Construction Bank, Agricultural Bank of China και Bank of China- δεν ξεπερνούσαν το 1% του συνόλου των δανείων τους.

Μαγικό ραβδί και στις επιχειρήσεις

Οι εταιρείες διαχείρισης παγίων βοήθησαν επίσης στην «αναστήλωση» των κινεζικών επιχειρηματικών ομίλων. Αντάλλαξαν 405 δισεκατομμύρια γουάν ληξιπρόθεσμων δανείων για μετοχικές συμμετοχές σε 601 από τις μεγαλύτερες κρατικές επιχειρήσεις.

Η ανάληψη αυτού του χρέους βοήθησε τις πάλαι ποτέ χρόνια ζημιογόνες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων της Aluminum Corp. of China, γνωστής και ως Chalco, που είναι σήμερα η μεγαλύτερη παραγωγός αλουμινίου της χώρας, και της China Petroleum & Chemical, του κορυφαίου διυλιστηρίου της Κίνας, να γίνουν κερδοφόροι ηγέτες του κλάδου τους.

Στα τέλη του 2012, η Cinda εξακολουθούσε να κατέχει μερίδια αξίας τουλάχιστον 45 δισ. γουάν σε 136 κρατικές επιχειρήσεις. Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων «ήταν ένας σταθεροποιητικός παράγοντας στην τελευταία οικονομική κρίση της Κίνας», λέει ο Li Ying, αναλυτής της China Chengxin International Credit Ratings.

«Και η κυβέρνηση θα χρειαστεί σίγουρα την τεχνογνωσία και τη συμβολή τους, αν ποτέ ξεσπάσει άλλη κρίση».

Επενδυτικός πυρετός με «μνηστήρες» από όλο τον κόσμο

Λόγω της επιτυχίας τους με τα δάνεια, οι τέσσερις εταιρείες κατάφεραν να επεκταθούν και σε άλλα αντικείμενα, όπως την αντασφάλιση μετοχών και ομολόγων, τις ασφάλειες και τη χρηματοδοτική μίσθωση.

Η Cinda έχει εννέα θυγατρικές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, τα χρηματιστηριακά, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, τις ασφάλειες ζωής και περιουσίας, για τραστ και real estate, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της. Η Huarong κατέχει μερίδια σε διάφορες χρηματοπιστωτικές εταιρείες, από εταιρείες παροχής τραπεζικών εργασιών και διαχείρισης κεφαλαίων έως ασφαλιστικές και εταιρείες real estate.

Οι διεθνείς τράπεζες έχουν λάβει γνώση. Η UBS και η Standard Chartered έχουν αγοράσει μερίδια στη Cinda, η οποία ετοιμάζεται για αρχική δημόσια προσφορά 3 δισ. δολ. πριν από το τέλος του έτους.

Το κινεζικό υπουργείο Οικονομικών παραμένει ο μεγαλύτερος μέτοχος της Cinda, με ποσοστό 83,5%, ενώ το εθνικό ταμείο συντάξεων κατέχει το 8%.

Η Huarong είπε το 2012 ότι αναζητούσε Κινέζους και ξένους επενδυτές. Επίσης, σχεδίαζε να πουλήσει μετοχές σε τοπικές και υπερπόντιες αγορές. Κατά το παρελθόν έτος, στελέχη των Macquarie Group, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Barclays και της SinoPac Financial Holdings της Ταϊβάν επισκέφθηκαν τελευταία τα γραφεία της Huarong στο Πεκίνο, χωρίς να υπάρξει συμφωνία.

«Οι ισολογισμοί των διαχειριστών παγίων είναι σχετικά καθαροί σε αυτό το σημείο», λέει ο Chu της Fitch Ratings. «Θα μπορούσαν να υπάρξουν τεράστιες αποδόσεις εκεί».

Οι ξένοι επενδυτές μπορεί επίσης να ελκύονται από την προοπτική μιας νέας σοδειάς μη εξυπηρετούμενων δανείων και των κερδών που μπορεί αυτά να σημαίνουν.

«Κάποια στιγμή, η Κίνα θα αρχίσει να πουλά τα "κόκκινα" δάνεια που θα προκύψουν από τον αλόγιστο δανεισμό των ετών 2009201 2», λέει ο Ted Osborn, της PricewaterhouseCoopers στο Χονγκ Κονγκ. Οι διεθνείς επενδυτές «δεν βλέπουν την ώρα να επενδύσουν στις εταιρείες αυτές, καθώς έχουν τη στήριξη της κυβέρνησης και αυτό ενισχύει τις μελλοντικές προοπτικές τους στον συνεχώς αναπτυσσόμενο οικονομικό τομέα της Κίνας», σχολιάζει.

Οι πιθανοί επενδυτές θα πρέπει, όμως, να το σκεφτούν λίγο περισσότερο, επειδή υπάρχουν κρυμμένοι κίνδυνοι, λέει ο Jack Rodman, πρώην εταίρος της Ernst & Young.

«Αποτελούν μια δεξαμενή για τα αποτυχημένα δάνεια και τις κακές επενδύσεις που το κράτος θέλει να στοιβάξει κάπου ή να κρύψει κάτω από το χαλί», λέει ο Rodman, επικεφαλής σύμβουλος στην Crosswater Realty Advisors στο Σιάτλ. «Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες και το κράτος είναι τεράστιοι».

Executive Summary Modigliani-Miller

Executive Summary
The economic fundament for valuation of interest tax shields has been laid out
almost half a century ago. Modigliani-Miller (1963) showed that a firm paying
taxes on income may lower the tax amount by resorting to debt financing if in-
terest payments are tax deductible. These savings are called tax shields because
debt financing shields income from taxes to some extent. Modigliani-Miller’s
(1963) analysis influenced corporate finance theory in various areas until present
time. Similar models which use alternative assumptions make suggestions on how
to handle the tax shield valuation problem. Moreover, the idea of the value con-
tribution of debt under corporate taxation is integrated in almost every analysis
dealing with corporate financing today. Theory has also provided several em-
pirical studies throughout the years which focus to reveal market evidence on
interest rate tax shields. A recent study carried out by Kemsley-Nissim (2002)
claims to find significant evidence for tax shield values in the US market which
are even quantitatively consistent with the implications by the basic Modigliani-
Miller (1963) analysis.

A critical investigation of tax shield valuation is therefore justified as it is the
purpose of the paper at hand. The instructions for what needs to be explored
are characterized by:
    "Debt financing has an important advantage under the corporate in-
come tax system in Switzerland. The interest that the company pays
is a tax-deductible expense. In financial theory debt is mostly treated
as constant, perpetual and particularly risk free. Therefore the bene-
fits from future tax shields are considered to be risk free as well. In a
real world setting tax shields are far away from being risk free. There-
fore, traditional models with risk free interest rates may give rise to a
significant bias in asset valuation".

How the issues raised in the instructions will be addressed, what kind of findings
have been derived and how they need to be interpreted will be summarized in
the following paragraphs.

The analysis starts by introducing a basic model for interest tax shield valuation.
It is based on Modigliani-Miller’s (1963) analysis as well as on its generalization
by Myers (1974) and will be used to demonstrate notions of basic tax shield valu-
ation. The explicit and necessary assumptions underlying this model will then be
subject to a critical analysis. This critical analysis shall indicate which relevant
points regarding tax shield valuation have been neglected and are likely to cause
bias in valuation.

A prominent point, that the basic analysis does not integrate properly, is that
debt may by risky. Risky debt can lead to default which causes subsequent tax
savings to be lost. Moreover, default may even be costly which can offset a
considerable portion of the tax shield value at present. A further simplification
with impact on tax shield values is that tax systems are considered to be fully
symmetric. An immediate consequence of this simplification is that the income
shielding effect of interest payments is considered to always be fully effective even
if taxable income is negative. This is not entirely correct in a real world setting.
Tax systems exhibit asymmetries which cause parts of the tax benefits to be lost
if taxable income drops below zero.

An investigation of tax shield values regarding the issues raised requires a more
comprehensive model than it is provided by the basic setting. For this purpose,
a generic framework is proposed that puts tax shield valuation in a dynamic en-
vironment and integrates default and asymmetric tax systems. The framework is
comparable to several other models dealing with related issues and it directly in-
corporates ideas from some of them. Mauer-Triantis’ (1994) work on interactions
between financing and operating decisions provides the idea for the firm’s activity
model. The two authors consider a firm that produces at fixed costs of production
a single commodity which it sells on the market. A source of techniques to lever
a firm with debt was found in the capital structure model by Brennan-Schwarz
(1978) as well as in the related but more general analysis by Leland (1994).
We will incorporate Mauer-Triantis’ (1994) idea of a firm operating in a single
commodity market into a binomial framework. The commodity price is assumed
to follow a binomial process which determines the firm’s net sales. Then, fixed
costs of production are imposed to get a process for operational cash flows. In
pricing these cash flows the value of the unlevered firm will be obtained. The
model then allows debt financing through defining a firm’s debt policy as interest
expenses and debt repayment schedules. A consequence of implementing debt in
such a dynamic framework is that default inevitably comes into play. Default
will be accounted for by distinguishing scenarios of unprotected and protected
debt with according rules defining when default occurs.
An immediate advantage of the binomial model for the system’s time-uncertainty
structure is that the interrelated cash flow streams to the different value com-
ponents of the levered firm can be identified in isolation. Thus, it is possible to
apply the usual binomial valuation procedure to value debt, interest tax shields
and bankruptcy costs separately without loosing the interdependencies among
them. In addition, it is possible to influence a particular cash flow stream di-
rectly if necessary. This will be exploited by influencing future tax shield amounts
according to exogenously given asymmetries in the tax system. Equipped with
this generic framework it is possible to reconsider tax shield valuation by more
realistic means.

The subsequent numerical analysis focuses on the implementation of a long term
coupon bond in the framework in a similar way as it has been considered by
Brennan-Schwartz (1978) and Leland (1994). The valuation of the interest tax
shield is explored by assuming a reasonable base case scenario characterizing
the firm’s operations and capital structure decision. We will illustrate how the
present value of the interest rate tax shield behaves under different calibrations
of the base case scenario regarding protected and unprotected debt, symmetric
and asymmetric tax systems and the influence of bankruptcy costs.
In addition to that the model will be used as a rigorous benchmark for closed
form formulas calculating the tax shield value as they are provided by the basic
valuation theory. A first object of comparison is the tax shield value that is ob-
tained when debt is assumed to be risk free implying that the risk free rate is the
discount rate for the stream of tax savings. Another approach proposed by basic
theory considers default and therefore applies the cost of risky debt as a discount
rate for tax shields. The results can again be referred back to the framework in
order to validate their performance.

The results obtained by numerical analysis are widespread. It is found that the
relative tax advantages of debt financing first increase and then decrease in the
amount of debt employed. This behavior of leverage premiums is entirely caused
by default when assuming there are no bankruptcy costs. A raise in debt em-
ployed increases the possibility of default and more tax shields are expected to
be lost. At a certain point of leverage the amounts of tax shields lost exceeds
the amount that is additionally generated by debt and value premiums cease.
The reduction of leverage premiums by default is stronger for protected than for
unprotected debt because default is triggered earlier due to debt protection. By
introducing asymmetries in the tax system, the influence of default will be sus-
tained but tax shield values get additionally damped by loss in tax savings when
taxable income becomes negative.
If bankruptcy starts to become costly, the value effect of debt is not solely deter-
mined by the present value of the interest tax shield but also by the present value
of bankruptcy costs. Tax shield values are offset by the present value of the costs
that occur in the event of default. Leverage premiums are still first increasing
in the amount of debt employed but the switch to decreasing premiums occurs
already on smaller levels of leverage. If too much debt is employed default will
be expected in near future which causes positive premiums to turn into leverage
discounts.
In exploring different combinations of the forces influencing tax shield values, a
wide range of leverage premiums can be detected. To characterize the results, it
is convenient to use the maximal possible leverage premiums as reference points.
If the model is calibrated in a for tax shields favorable way fairly high maximal
leverage premiums are found. But more restrictive scenarios can cut them down
substantially even in the absence of bankruptcy costs.
On a qualitative level, the results obtained by the framework do clearly coincide
with the models provided by Brennan-Schwartz (1978) and Leland (1994) when
similar scenarios are investigated. They are even quantitatively comparable if
the differences in the model setups are taken into account. Moreover, the par-
ticular implementation of the asymmetries in the tax system as considered by
the proposed framework even allows investigating tax shield valuation in more
restrictive scenarios than the two related models.
The framework is used as benchmark for the approaches which either use the
risk free rate or the cost of risky debt as the discount rate for the tax shields
and detects a poor performance in situations where risks in tax shields come into
play. Results are only satisfying if leverage is low and the influence of risks in
tax shields are negligible. As default and asymmetric tax systems become rele-
vant the results of the basic approaches start to deviate on a large scale from the
”true” tax shield values determined by the framework. Even the use of the cost
of risky debt as the discount rate of tax shields poorly captures the influence of
default on tax shield values.

A lot of space is left for further research. The particular type of leverage scenario
were using a coupon bond requires an additional investigation on the sensitivi-
ties of tax shield values with respect to the various base case parameters. Fur-
thermore, the framework may provide a solid fundament to explore other debt
instruments or policies. It is left open for investigation if numerical analysis is
capable to overcome path dependencies that are established in the framework
by modelling dynamics in future debt levels. Finally, it is appropriate to check
the model implications against real world data. A consequence of good model
performance would be to explore its implications on other fields in finance such
as optimal capital structure considerations and the pricing of risky debt.


Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Goldman Sachs: Πιθανό ένα νέο LTRO από την ΕΚΤ


Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες, αν και διακριτές μεταξύ τους, αλληλεπιδρούν με τρόπο που περιπλέκει τον σχεδιασμό της πολιτικής της ΕΚΤ, σχολιάζει σε έκθεσή της, με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 2013, η Goldman Sachs.

Οι προκλήσεις αυτές είναι: 1) η στήριξη της «εμβρυικής» ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη, 2) η αντιμετώπιση των συνθηκών περιορισμένης ρευστότητας των τραπεζών (κάτι που απειλεί να ωθήσει τα επιτόκια προς υψηλότερα επίπεδα και να εκτροχιάσει την εκκολαπτόμενη ανάκαμψη) και 3) η επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής αγοράς καταναλωτικής πίστης μέσα από το «ξεκαθάρισμα» των τραπεζικών ισολογισμών, κάτι που πρέπει να γίνει πριν η ΕΚΤ αναλάβει τις εποπτικές της αρμοδιότητες.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει στοχευμένες λύσεις, «χειρουργικής ακρίβειας», σχολιάζουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές της Goldman Sachs. Λύσεις που ακριβώς αυτής της ακρίβειας εκτιμάται ότι έχουν τη δυνατότητα να είναι και οι πιο αποτελεσματικές, ελαχιστοποιώντας ενδεχόμενες «παρενέργειες».

Ωστόσο, αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, τέτοια μέτρα είναι μάλλον δύσκολο να προκύψουν, λόγω των ιδιαιτεροτήτων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με δεδομένες τις αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, και την προσπάθεια οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ευρεία συναίνεση, τέτοια μέτρα στοχευμένης πολιτικής είναι μάλλον δύσκολο να βρουν την απαραίτητη στήριξη καθώς κάποια από αυτά ενδεχομένως θα επιλύουν ένα πρόβλημα, το οποίο από κάποιους θα αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό σε σχέση με άλλα.

Έτσι, όπως προκύπτει από την μέχρι στιγμής εμπειρία, το πιο πιθανό είναι ότι θα προτιμηθούν μέτρα που μπορούν να αποσπάσουν αυτή την ευρεία συναίνεση, ακόμα και αν είναι γνωστό ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά.

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε ένα ακόμα μακροπρόθεσμο LTRO, ένα πρόγραμμα δηλαδή μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης των τραπεζών της Ευρωζώνης του οποίου είναι πιθανό να προηγηθεί μία μείωση στο βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, που θα παρέχει φθηνά δάνεια με διάρκεια μεγαλύτερη ίσως των τριών ετών όπως ισχύει σήμερα, μπορεί να παρουσιαστεί ως υποστηρικτικό της ανάπτυξης και ταυτόχρονα επωφελές για την ενίσχυση της ρευστότητας, αν και υπάρχουν πολύ καλύτεροι τρόποι να απομονωθεί ο ένας στόχος από τον άλλο.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι προ ημερών ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας, Christian Noyer, σχολίαζε ότι δεν υπάρχει ανάγκη για νέο LTRO στην Ευρωζώνη και ότι, εν τέλει, αν παραστεί ανάγκη η ΕΚΤ μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλα εργαλεία.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

H ζωή μετά τον Bill Gross



Η εταιρεία - κολοσσός «απογαλακτίζεται» από τον 69χρονο ιδρυτή της, που τη βοήθησε να γίνει ένα fund διαχείρισης παγίων 2 τρις. δολαρίων



Pimco και Bill Gross: Μήπως ήρθε η ώρα να τραβήξουν χωριστούς δρόμους; Το κορυφαίο ομολογιακό fund Pacific Investment Management Co. μοιάζει να εξαρτάται ολοένα και λιγότερο από τον 69χρονο ιδρυτή του, καθώς προετοιμάζεται για ένα μέλλον χωρίς αυτόν. Ο Gross, ο οποίος ξεκίνησε το fund το 1971 με ακόμα δυο άτομα, έγινε ένα με την Pimco στη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, κερδίζοντας τον τίτλο «Ο βασιλιάς των ομολόγων».

Η εταιρεία των 2 τρισ. δολαρίων «προγυμνάζει» νέους διαχειριστές και αρχίζει να δοκιμάζει την τύχη της στις μετοχές, καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τα παραδοσιακά αμερικανικά ομολογιακά funds σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων.

«Η Pimco έχει προσπαθήσει να αποκολληθεί από τον Gross και να αποκτήσει έναν πιο θεσμικό ρόλο», σχολιάζει ο Burton Greenwald, σύμβουλος του κλάδου με έδρα τη Φιλαδέλφεια. Οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να είναι επικίνδυνη για μια εταιρεία που βασίζεται σε έναν μοναδικό διαχειριστή/Οταν η διαχειρίστρια κεφαλαίων TCW Group απέλυσε τον επικεφαλής επενδύσεων Jeffrey Gundlach, τον Δεκέμβριο του 2009, οι πελάτες απέσυραν κεφάλαια ύψους περίπου 25 δισ. δολαρίων, σχεδόν το ένα τέταρτο των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Είκοσι μήνες αργότερα, το τότεTCW Total Return Bond Fund είχε συρρικνωθεί κατά περισσότερο από το ήμισυ. Σήμερα ο Gundlach έχει αναλάβει επικεφαλής διαχειριστής της DoubleLine Capital.

Η Pimco, που ανήκει στη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία Allianz, επιχείρησε να περιορίσει αυτόν τον κίνδυνο, εντάσσοντας το 2008 στο δυναμικό της τον Mohamed El-Erian, για να αναλάβει καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου και να μοιραστεί τον ρόλο του επικεφαλής επενδύσεων με τον Gross.

Ο El-Erian, ο οποίος συντάσσει επενδυτικές εκθέσεις και κάνει συχνές τηλεοπτικές εμφανίσεις, έχει επεκτείνει την επενδυτική δραστηριότητα της Pimco, προσθέτοντας ETFs καθώς και ίδια κεφάλαια, multi-assets και εναλλακτικές κατηγορίες ενεργητικού. Η εταιρεία έχει ιδρύσει 108 funds σε όλο τον κόσμο από το 2010. «Η αφοσίωση και η ενέργεια του Bill εξακολουθούν να καθοδηγούν την εταιρεία μας ακόμα και σήμερα», έγραψε ο El-Erian σε ένα e-mail.

Ο Gross τροφοδότησε με «καύσιμο» την ανάπτυξη της Pimco στη δεκαετία του 2000. Εξασφάλισε μέση ετήσια απόδοση της τάξης του 7,7% για τη δεκαετία, ξεπερνώντας το 97% των παρόμοιων funds. Το 2009, η Pimco Total Return άντλησε το ποσό-ρεκόρ των 50 δισ. δολαρίων από τους επενδυτές και πήρε τα ηνία από το Growth Fund of America, για να γίνει το μεγαλύτερο fund αμοιβαίων κεφαλαίων στον κόσμο. Ο Gross διατήρησε το fund «στην κορυφή της κατηγορίας του, βάζοντας πολύ χρήμα στις τσέπες των επενδυτών», έγραψε η «Morningstar» τον Ιανουάριο του 2010, όταν του απένειμε τον τίτλο του διαχειριστή της δεκαετίας.


Ενώ η Pimco επεκτείνεται, ο Gross επιβλέπει ένα μικρότερο μέρος της δραστηριότητας στα αμοιβαία κεφάλαια και αντλεί λιγότερα κεφάλαια. Το Total Return ήταν υπεύθυνο για το 19% των νέων αμοιβαίων κεφαλαίων τη διετία, έως τις 31 Μαρτίου, από 42% την αμέσως προηγούμενη διετία και 79% την περίοδο πριν από αυτή, σύμφωνα με εκτιμήσεις της «Morningstar». Το τμήμα του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειρίζεται ο Gross είχε μειωθεί στο 63% έως τις 31 Μαρτίου, έναντι 84% πριν από μία δεκαετία.

Η αλλαγή μπορεί να είναι αναπόφευκτη, λέει ο Russel Kinnel, διευθυντής έρευνας αμοιβαίων κεφαλαίων της «Morningstar». Με υπό διαχείριση πάγια αξίας 289 δισ. δολαρίων, η Total Return αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 25% όλων των κεφαλαίων των αμερικανικών αμοιβαίων κεφαλαίων μεσοπρόθεσμης διάρκειας, λέει, και «δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να αγοράσουν».

Νέα αστέρια γεννιούνται

Υπάρχουν και άλλα στελέχη της Pimco που έχουν κερδίσει την προσοχή για την απόδοσή τους. Ο Daniel Ivascyn της Pimco Income, που διαχειρίζεται πάγια αξίας 26,4 δισ. δολαρίων, ήταν ο κορυφαίος διαχειριστής ομολόγων των ΗΠΑ βάσει των αποδόσεων του τα τελευταία ένα, τρία και πέντε έτη, σύμφωνα με το «Bloomberg Markets». Ο Mark Kiesel, ο οποίος επιβλέπει κεφάλαια αξίας περίπου 130 δισ. δολαρίων και διαχειριζόταν λογαριασμούς της Pimco, ανακηρύχτηκε τον Ιανουάριο από τη «Morningstar» ως ο κορυφαίος διαχειριστής παγίων σταθερού εισοδήματος για το 2012.

Η φήμη του Gross συνεχίζει να λειτουργεί cos «μαγνήτη5» για τους επενδυτές, λέει η Nancy Koehn, καθηγήτρια του Harvard Business School, η οποία επικεντρώνεται σε επιχειρηματικούς ηγέτες. «Αλλά το γεγονός ότι είναι διατεθειμένοι στην Pimco να αφήσουν άλλους ανθρώπους να διαχειρίζονται τα χρήματά τους σημαίνει ότι έχουν εμπιστοσύνη πως και οι άλλοι διαχειριστές μπορούν να αποδώσουν με τον τρόπο που το κάνει ο Gross», λέει.

Τελευταία, οι σχολιασμοί που δημοσιεύει κάθε μήνα στο Διαδίκτυο έχουν πιο στοχαστική διάθεση. Στο outlook του Απριλίου, που ονομάζει «A Man in the Mirror», ανέφερε ότι οι καριέρες των μεγάλων επενδυτών τις τελευταίες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες τροφοδοτήθηκαν από μια πιστωτική επέκταση που τώρα μπορεί να πλησιάζει στο τέλος της και ότι οι επενδύσεις μπορεί να γίνουν πιο δύσκολες τα επόμενα έτη.

Έγραψε ότι οι «παλιές καραβάνες», συμπεριλαμβανομένων του ιδίου, του Warren Buffett και του George Soros, «πήραμε τα πρώτα μας μαθήματα κατά τη διάρκεια ίσως μιας πιο συμφέρουσας χρονικής περιόδου, ίσως της πιο ελκυστικής περιόδου που μπορούσε να βιώσει ένας επενδυτής. Ίσως να ήταν η εποχή που γέννησε τον επενδυτή». Ο Gross δεν σκέφτεται τη συνταξιοδότηση. «Τα 69 χρόνια είναι τα νέα 59», έγραφε σε ένα e-mail.

«Πιθανότατα δεν θα υπάρξει ποτέ δεύτερος Bill Gross», λέει ο Steven Roge, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της R.W. Roge, τα πάγια αξίας 200 εκατ. δολαρίων της οποίας περιλαμβάνουν 17 εκατ. δολάρια στην Pimco Total Return. Ακόμα κι έτσι, οι υψηλού προφίλ αποχωρήσεις δεν είναι πάντα καταστροφικές, λέει.

Όταν ο θρυλικός επενδυτής μετοχών Michael Price παραιτήθηκε από διαχειριστής χαρτοφυλακίου της Mutual Global Discovery, το 1998, ο Roge πούλησε το μερίδιό του. Δύο χρόνια μετά, «ένας όχι και τόσο γνωστός τύπος, ονόματι David Winters, ανέλαβε και αποδείχθηκε καταπληκτικός επενδυτής», λέει ο Roge. «Κάναμε ένα λάθος», παραδέχεται.